περιστροφή: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristrofi | |Transliteration C=peristrofi | ||
|Beta Code=peristrofh/ | |Beta Code=peristrofh/ | ||
|Definition=ἡ, [[turning]] or [[spinning round]], ὀστράκου <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>521c</span>; <b class="b3">ἄστρων περιστροφαί</b> [[courses]] of the stars, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>432.8</span>; κόσμου <span class="bibl">Euc. <span class="title">Phaen.</span>p.8</span> M.; τοῦ ἡλίου <span class="bibl">Hld.1.18</span>, etc.; <b class="b3">ἐν περιστροφῇ λαοῦ</b> [[amidst]] them, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Si.</span>50.5</span>: pl., [[ | |Definition=ἡ, [[turning round]] or [[spinning round]], ὀστράκου <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>521c</span>; <b class="b3">ἄστρων περιστροφαί</b> [[courses]] of the stars, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>432.8</span>; κόσμου <span class="bibl">Euc. <span class="title">Phaen.</span>p.8</span> M.; τοῦ ἡλίου <span class="bibl">Hld.1.18</span>, etc.; <b class="b3">ἐν περιστροφῇ λαοῦ</b> [[amidst]] them, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Si.</span>50.5</span>: pl., [[contortion]]s, Gal.15.126; [[whorls]] in hair growth, δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιστροφή -ῆς, ἡ [περιστρέφω] [[het omdraaien]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:26, 10 March 2023
English (LSJ)
ἡ, turning round or spinning round, ὀστράκου Pl.R.521c; ἄστρων περιστροφαί courses of the stars, S.Fr.432.8; κόσμου Euc. Phaen.p.8 M.; τοῦ ἡλίου Hld.1.18, etc.; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst them, LXX Si.50.5: pl., contortions, Gal.15.126; whorls in hair growth, δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ Heph.Astr.1.1.
German (Pape)
[Seite 595] ἡ. das Umdrehen, Umkreisen; ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς, Soph. frg. 379, ὀστράκου, Plat. Rep. VII, 521 (vgl. ὄστρακον); das Sichumwenden, Plut. Num. 14; – Umgang, Verkehr, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
circonvolution.
Étymologie: περιστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστροφή -ῆς, ἡ [περιστρέφω] het omdraaien.
Russian (Dvoretsky)
περιστροφή: ἡ
1 вращение, круговорот (ἄστρων Soph.);
2 поворот, переворачивание (ὀστράκου Plat.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιστρέφω
κίνηση που διαγράφει πραγματικό ή νοητό κύκλο γύρω από έναν άξονα, κυκλική κίνηση, περιφορά
νεοελλ.
1. αστρον. κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από τον άξονά του
2. μαθημ. βασικός γεωμετρικός μετασχηματισμός που περιλαμβάνει ειδική κίνηση σχημάτων στο επίπεδο και στον χώρο κατά την οποία ένα τουλάχιστον σημείο του επιπέδου ή του χώρου παραμένει ακίνητο
3. τεχνολ. κίνηση σώματος κατά την οποία οι τροχιές τών σημείων του αποτελούν περιφέρειες κύκλων
4. φυσ. η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα σημείο ή έναν άξονά του, υπαρκτό ή νοητό
5. ναυτ. ελιγμός ή χειρισμός που αποβλέπει στην στροφή του πλοίου γύρω από τον εαυτό του, κατά την διάρκεια γυμνασίων, επιχειρήσεων ή χειρισμών αγκυροβολίας
6. στρ. κίνηση συντεταγμένου ιππικού κατά την οποία μια μονάδα παρατεταγμένη που βάδιζε σε φάλαγγα έπαιρνε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που είχε, διατηρώντας όμως την ίδια τάξη τών ιππέων μεταξύ τους
7. βοτ. τύπος πρωτοπλασματικής κίνησης που παρατηρείται σε κύτταρα με μεγάλο χυμοτόπιο και λεπτό επιτοίχιο κυτταροπλασματικό στρώμα
8. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) απομάκρυνση από την κύρια κατεύθυνση ή από το κύριο θέμα («μίλα χωρίς περιστροφές» — μίλα καθαρά, απερίφραστα)
9. φρ. α) «διάνυσμα περιστροφής»
φυσ. διάνυσμα που χαρακτηρίζει περιστροφική κίνηση του μορίου ενός υγρού σε ένα ρεύμα για το οποίο το δεδομένο διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο ταχυτήτων
β) «φαινομενική ή συνοδική περιστροφή του Ηλίου» — ο χρόνος τον οποίο δαπανά κάθε ηλιακή κηλίδα για να επανέλθει στο σημείο από το οποίο αναχώρησε
αρχ.
1. αντιστροφή τών όρων
2. διαστροφή, παραμόρφωση
3. σύσπαση, σπασμός
4. (σχετικά με τις τρίχες της κεφαλής)
μεταστροφή, μεταλλαγή
6. μτφ. συναναστροφή, παρέα
7. φρ. «ἐν περιστροφῇ»
(ως επίρρ.) μεταξύ, στο μέσο («ὡς ἐδοξάσθη ἐν περιστροφῇ λαοῦ», ΠΔ).
Greek Monotonic
περιστροφή: ἡ, στροφή ή περιστροφή, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιστροφή: ἡ, στροφὴ ἐν κύκλῳ, ὀστράκου περιστροφὴ Πλάτ. Πολ. 521C· ἄστρων περιστροφαὶ Σοφ. Ἀποσπ. 379· τοῦ ἡλίου Ἡλιόδ. 1. 18, κτλ.· ἐν περιστροφῇ λαοῦ, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 5).
Middle Liddell
περιστροφή, ἡ, [from περιστρέφω
a turning or spinning round, Plat.