χορτάζω: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chortazo | |Transliteration C=chortazo | ||
|Beta Code=xorta/zw | |Beta Code=xorta/zw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[feed]], [[fatten]], prop. of cattle (Ael.Dion.''Fr.''326), χ. ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας Hes.''Op.''452; <b class="b3">χορτάσω τὸν κάνθαρον</b> (the beetle being comically treated as a horse), Ar.''Pax''176; [[τούτοισι]] (''[[sc.]]'' [[σιτίοις]]) <b class="b3">.. τοῦτον χορτάσω</b> ib.139; c. acc. rei, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 372d:—Pass., [[eat | |Definition=<span class="bld">A</span> [[feed]], [[fatten]], prop. of cattle (Ael.Dion.''Fr.''326), χ. ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας Hes.''Op.''452; <b class="b3">χορτάσω τὸν κάνθαρον</b> (the beetle being comically treated as a horse), Ar.''Pax''176; [[τούτοισι]] (''[[sc.]]'' [[σιτίοις]]) <b class="b3">.. τοῦτον χορτάσω</b> ib.139; c. acc. rei, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 372d:—Pass., [[eat one's fill]], of [[cattle]], ib.586a; τινος of a thing, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.9.1.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[feed]], βολβοῖς ἐμαυτὸν χορτάσω Eub.7.5; ἡ θυγάτηρ τὴν μητέρα οὐκ ἐχόρτασεν οὔτε ἡ μήτηρ τὴν θυγατέρα ''Supp.Epigr.''6.187 (Phrygia): c. gen., [[fill full of]]... <b class="b3">θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν</b> (metaph.) Ar.''Fr.''154:—Pass., c. acc., χορταζόμενοι γάλα λευκόν Cratin.142 (hex.): c. dat., χ. ἅπασιν ἀγαθοῖς Amphis 28: c. gen., στεμφύλων Arist.''Fr.''107: metaph., λύπης Ps.-Callisth.2.22; ζωῆς [[LXX]] ''To.''12.9; ἔν τινι ''Ps.''16(17).15: abs., [[feast]], <b class="b3">κεχόρτασμαι.. οὐ κακῶς</b> Eub.30.1, cf. Araros 21, Nicostr.20, Men.465, ''Ev.Marc.''7.27, Arr. ''Epict.''1.9.19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:34, 22 November 2023
English (LSJ)
A feed, fatten, prop. of cattle (Ael.Dion.Fr.326), χ. ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας Hes.Op.452; χορτάσω τὸν κάνθαρον (the beetle being comically treated as a horse), Ar.Pax176; τούτοισι (sc. σιτίοις) .. τοῦτον χορτάσω ib.139; c. acc. rei, Pl.R. 372d:—Pass., eat one's fill, of cattle, ib.586a; τινος of a thing, Thphr. CP 4.9.1.
II of persons, feed, βολβοῖς ἐμαυτὸν χορτάσω Eub.7.5; ἡ θυγάτηρ τὴν μητέρα οὐκ ἐχόρτασεν οὔτε ἡ μήτηρ τὴν θυγατέρα Supp.Epigr.6.187 (Phrygia): c. gen., fill full of... θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν (metaph.) Ar.Fr.154:—Pass., c. acc., χορταζόμενοι γάλα λευκόν Cratin.142 (hex.): c. dat., χ. ἅπασιν ἀγαθοῖς Amphis 28: c. gen., στεμφύλων Arist.Fr.107: metaph., λύπης Ps.-Callisth.2.22; ζωῆς LXX To.12.9; ἔν τινι Ps.16(17).15: abs., feast, κεχόρτασμαι.. οὐ κακῶς Eub.30.1, cf. Araros 21, Nicostr.20, Men.465, Ev.Marc.7.27, Arr. Epict.1.9.19.
German (Pape)
[Seite 1367] im Stalle füttern u. mästen; βόας ἔνδον ἐόντας Hes. O. 454; u. so vom Vieh, mästen, τινί, mit Etwas, Ar. Pax 139; auch τινός, fr. 202, Plat. τί ἂν αὐτὰς ἄλλο ἢ τοῦτο ἐχόρταζες, Rep. II, 372 b. – Pass. χορτάζομαι, gemästet werden, sich mästen oder sättigen, schmausen, sp. Comic., Nicostrat. bei Ath. XV, 693 b, vgl. III, 99 b, Araros bei Poll. 6, 43; vgl. Lob. Phryn. p. 64.
French (Bailly abrégé)
f. χορτάσω;
I. engraisser de fourrage ou d'herbe, engraisser, acc.;
II. p. ext. en parl. de pers. :
1 primit. en mauv. part engraisser, bourrer;
2 postér. rassasier, nourrir.
Étymologie: χόρτος.
Russian (Dvoretsky)
χορτάζω:
1 кормить (βόας Hes.; Πήγασον τοῖς σιτίοις Arph.; τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν τινος NT): ὕας χ. τι Plat. кормить свиней чем-л.; χ. τινός Arph., Arst. угощать чем-л.;
2 насыщать, pass. насыщаться (μακάριοι οἱ πεινῶντες, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται NT).
Greek (Liddell-Scott)
χορτάζω: μέλλ. -άσω, τρέφω, παχύνω, κυρίως βοσκήματα, βόας, κττ. (Εὐστ. 883. 53), χ. ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 450· χορτάσω τὸν κάνθαρον (τοῦ κανθάρου κωμικῶς θεωρουμένου ὡς ἵππου), Ἀριστοφ. Εἰρ. 176· τούτοισι (ἐξυπακ. σιτίοις) .. τοῦτον χορτάσω αὐτόθι 139· μετ’ αἰτ. πράγματος, Πλάτ. Πολ. 372D. - Παθ., τρώγω ὅσον δύναμαι, χορταίνω, αὐτόθι 586Α· τινος, ἔκ τινος πράγματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τρέφω, «ταΐζω», βολβοῖς ἐμαυτὸν χορτάσων ἐλήλυθα Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1· ὡσαύτως μετὰ γεν., τρέφω ἀφθόνως ἔκ τινος, θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν (μεταφορ.) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 202. - Παθ., μετ’ αἰτ., χορταζόμενοι γάλα λευκὸν Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 4· μετὰ δοτ., εἰς τὴν ἑσπέραν χορταζόμεθα πᾶσιν ἀγαθοῖς Ἄμφις ἐν «Οὐρανῷ» 1· μετὰ γεν., στεμφύλων Ἀριστ. Ἀποσπ. 102 καὶ ἀπολ., εὐωχοῦμαι, πληροῦμαι, χορταίνω, Εὔβουλος ἐν «Δόλωνι», 1, Ἀραρὼς ἐν Ἀδήλοις 3· ἱκανῶς κεχόρτασμαι γὰρ Νικόστρατος ἐν «Πανδρόσῳ»3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἀθήν. 99F κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 64.
English (Strong)
from χόρτος; to fodder, i.e. (generally) to gorge (supply food in abundance): feed, fill, satisfy.
English (Thayer)
1st aorist ἐχόρτασα; 1st aorist passive, ἐχορτασθην; future passive, χορτασθήσομαι; (χόρτος, which see); first in Hesiod (Works, 450);
a. to feed with herbs, grass, hay, to fill or satisfy with food, to fatten; animals (so uniformly in the earlier Greek writings (cf. Lightfoot on Winer's Grammar, 23)): ὄρνεα ἐκ τῶν σαρκῶν, passive, A. V. were filled).
b. in later (cf. Sturz, Dial. Maced. and Alex., p. 200ff) and Biblical Greek, to fill or satisfy men (the Sept. for שָׁבַע and הִשְׂבִּיעַ; with some degree of contempt in Plato, de rep. 9, p. 586a. κεκυφοτες εἰς γῆν καί εἰς τραπέζας βοσκονται χορταζόμενοι καί ὀχευοντες). α. properly: τινα, πεινᾶν, τινα τίνος (like πίμπλημι (cf. Winer's Grammar, § 30,8b.)): ἄρτων, with bread, τινα ἀπό with a genitive of the thing (cf. Buttmann, § 132,12), passive, τινα ἐκ with the genitive of the thing (Buttmann, as above), passive, Tr marginal reading WH). β. metaphorically: τινα, to fulfill or satisfy the desire of anyone, Psalm 107:9>)).
Greek Monolingual
Α
1. τρέφω βοσκήματα σε στάβλο ώστε να αυξηθεί το πάχος τους (α. «δὴ τότε [χειμῶνος ὥρην] χορτάζειν ἕλικας βόας ἔνδον ἐόντας», Ησίοδ.
β. «χορτάσω τὸν κάνθαρον», Αριστοφ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) ταΐζω
3. (αμτβ.) χορταίνω («ἱκανῶς κεχόρτασμαι», Νικόστρ.)
4. μτφ. παρέχω κάτι σε αφθονία («θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος. Για τη σημ. βλ. λ. χόρτος.
Greek Monotonic
χορτάζω: μέλ. -άσω, εκτρέφω, ταΐζω, βοοειδή, σε Ησίοδ., Αριστοφ. — Παθ., τρώω όσο μπορώ, μέχρι να χορτάσω, σε Ανθ.
Middle Liddell
χορτάζω, fut. -άσω
to feed, fatten cattle, Hes., Ar.:—Pass. to eat their fill, Plat.
Chinese
原文音譯:cort£zw 何而他索
詞類次數:動詞(15)
原文字根:飼料 相當於: (שָׂבַע)
字義溯源:餵飽,喫飽,滿足,使饑餓的得飽,充,充滿,充饑,充,飽,飽足,得飽足,喫得飽;源自(χόρτος)*=場)。參讀 (ἀνατρέφω) (ἀνταναπληρόω) (βόσκω)同義字
出現次數:總共(16);太(4);可(4);路(4);約(1);腓(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 喫飽了(5) 太15:37; 可6:42; 可8:8; 路9:17; 啓19:21;
2) 喫飽(3) 太15:33; 可7:27; 可8:4;
3) 是飽足(1) 腓4:12;
4) 該喫得飽(1) 雅2:16;
5) 他們⋯喫飽了(1) 太14:20;
6) 飽(1) 約6:26;
7) 充(1) 路15:16;
8) 你們將要得飽足(1) 路6:21;
9) 必得飽足(1) 太5:6;
10) 充饑(1) 路16:21