διάσημος: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διά-σημος, ον <i>adj</i> [[σῆμα]]<br /><b class="num">I.</b> [[clear]], [[distinct]]: neut. pl. as adv., [[διάσημα]] θρηνεῖ Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[conspicuous]], Plut. | |mdlsjtxt=διά-σημος, ον <i>adj</i> [[σῆμα]]<br /><b class="num">I.</b> [[clear]], [[distinct]]: neut. pl. as adv., [[διάσημα]] θρηνεῖ Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[conspicuous]], Plut. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[famous]]=== | |||
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: [[beroemd]]; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: [[fameux]], [[célèbre]]; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: [[bekannt]], [[berühmt]]; Greek: [[διάσημος]], [[περίφημος]]; Ancient Greek: [[ἀγακλεής]], [[ἀγακλειτός]], [[ἀγακλήεις]], [[ἀγακλυμένη]], [[ἀγλαός]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἀνάγραπτος]], [[ἀξιόλογος]], [[ἀοίδιμος]], [[ἀριδείκετος]], [[αὐδήεις]], [[βαθύδοξος]], [[βαθυκλεής]], [[δημολάλητος]], [[διαβόητος]], [[διαπρεπής]], [[διαφανής]], [[ἐκπρεπής]], [[ἐλλόγιμος]], [[ἐμφανής]], [[ἔνδοξος]], [[ἐπάϊστος]], [[ἐπιβόητος]], [[ἐπικλεής]], [[ἐπίσημος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπόψιος]], [[ἐπώνυμος]], [[ἐρικυδής]], [[εὐδιαβόητος]], [[εὐδόκιμος]], [[εὔδοξος]], [[εὐκλεής]], [[εὐκλειής]], [[ἐϋκλειής]], [[εὔκλεινος]], [[εὐφανής]], [[κλεεννός]], [[κλεινός]], [[κλειτός]], [[κλύμενος]], [[κλυτός]], [[κυδάλιμος]], [[λαμπρός]], [[λόγιμος]], [[μεγακλεής]], [[ὀνομαστός]], [[περίβλεπτος]], [[περιβόητος]], [[περιθρύλητος]], [[περικλήϊστος]], [[περικλυτός]], [[περίσημος]], [[περίφαντος]], [[περιφήμιστος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]], [[πολυαίνετος]], [[πολύαινος]], [[πολύυμνος]], [[πρεπτός]], [[τηλεκλειτός]], [[ὑμνούμενος]], [[φαίδιμος]], [[φαμιστός]], [[φατός]], [[φερεκυδής]]; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: [[famoso]]; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: [[famosus]], [[inclitus]], [[nobilis]], [[notus]]; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: [[famoso]], [[afamado]], [[célebre]]; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: [[известный]]; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: [[famoso]], [[célebre]], [[afamado]]; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах | |||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 9 February 2024
English (LSJ)
διάσημον, (σῆμα)
A clear, distinct: neuter plural as adverb, διάσημα θροεῖ S.Ph.209(lyr.).
II conspicuous, eminent, Hippias Soph.4 (Sup.), Plu.Dio54; δ. κράνος Id.TG17; γένει καὶ ἀξίᾳ BMus.Inscr. 481*.15(ii A. D.): especially in Sup., διασημοτάτη πόλις Epigr.Gr.904 (Erythrae); διασημότατος, = Lat. clarissimus, IG3.635; = perfectissimus, δ. ἡγεμών BGU198.5 (ii A. D.), al., Epigr.Gr.1078.10 (Adana); ἐπίτροπος Sammelb.4421.5 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I muy claro, bien perceptible c. dat. ἵνα μὴ δ. εἴη τοῖς πολεμίοις D.H.19.12
•neutr. plu. como adv. διάσημα γὰρ θροεῖ S.Ph.209, tb. en sg. διάσημον καὶ περιβόητον ἀπέφηνε τὴν εὐσέβειαν τοῦ προφήτου Ph.2.178.
II 1de pers. eminente, notable, distinguido frec. en sup. πλείστοις ἐγήματο τῶν διασημοτάτων Hippias B 4, τῶν τε ἀπὸ τῆς συγκλήτου βουλῆς καὶ τῶν ἄλλως διασημοτάτων Eus.HE 9.9.9, οἱ γονέων διασήμων los (nacidos) de padres notables Plu.2.1c, cf. Gal.1.12, Ps.Callisth.63.18, 24, Origenes Cels.1.29, Gr.Nyss.Eun.1.56, γυνή Boeo en Ath.393e, διασημότατος φιλόσοφος D.L.2.112, cf. 47, c. determ. κατά τε χεῖρα καὶ συνέσει I.BI 5.290, εὐμορφίᾳ I.AI 15.23, ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Dio 54, γένει καὶ ἀξίᾳ IEphesos 27.15 (II d.C.)
•tb. de dioses ἡ διασημοτάτη θεὰ Δημήτηρ TAM 5.1335.5 (imper.)
•neutr. plu. como adv. μεταπαρέλαβεν διασημότατα τὴν δαιδουχίαν SEG 30.93.51 (Eleusis I a.C.)
•sup. como tratamiento eminentísimo, ilustrísimo διασημότατος ἐπίτροπος PAbinn.3.1 (IV d.C.), ἡγεμών PFlor.33.9, POxy.1104.10 (ambos IV d.C.), καθολικὸς τῆς Ἀφρικῆς Eus.HE 10.6.1, cf. IGR 3.887.10 (Cilicia), Gerasa 161 (III/IV d.C.), IG 22.4222.10 (IV d.C.), PN.York 1a.1, PSI 298.1 (ambos IV d.C.).
2 de cosas y abstr. muy especial o muy distinto, célebre, importante διάσημον ἐσθῆτα φέρουσιν Str.10.4.21, κράνος Plu.TG 17, cf. Lyd.Mag.1.17, ἐμπόρια Peripl.M.Rubri 51, ἔργον Plu.Aem.12, ὄνομα τοῦ κυρίου διασημότερον Ath.1e, cf. Theo Sm.129, ἱερόν X.Eph.5.4.8, ἡ διασημοτάτη Ἐρύθρου πόλις IEryth.106.3 (imper.), τί πράξας ἐπιφανὲς καὶ δ. Ath.215e, αἱρέσεις Origenes Cels.3.12.
III adv. -ως solemnemente ἀεὶ διασήμως ἀφηγούμενος τῶν νεανίσκων IP 242.18 (II/I a.C.), δ. καὶ διαπρυσίως ἐλάλησαν Sud.s.u. ἐπεκήρυξαν, cf. Gloss.2.101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 clair, distinct ; adv. • διάσημα SOPH avec des cris perçants;
2 qui se distingue entre tous, remarquable.
Étymologie: διά, σῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσημος -ον [διά, σῆμα] duidelijk; adv. acc. n. plur.. διάσημα op duidelijke wijze Soph. Ph. 209. opvallend, opmerkelijk, uitblinkend.
German (Pape)
sehr erkennbar, berühmt; καὶ λαμπρός, Plut. Dion. 54; κράνος, prächtig, T.Gracch. 17, und andere Spätere – Vom Ton, vernehmlich, deutlich, διάσημα θροεῖ Soph. Phil. 209.
Russian (Dvoretsky)
διάσημος:
1 явственный, заметный: ὡς μὴ δ. εἴη Plut. чтобы не быть узнанным;
2 славный, замечательный, выдающийся (λαμπρὸς ἐν τοῖς ἀγῶσι καὶ δ. Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάσημος, -ον)
1. ξακουστός, περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος
2. (στον πληθ. ως ουσ.) τα διάσημα
διακριτικά βαθμός, αξιώματος κ.λπ. (γαλόνια, σειρήτια, αστέρια, παράσημα, μετάλλια κ.ά.)
αρχ.
1. καταφανής, διαυγής, σαφής
2. (για ήχο) διαπεραστικός.
Greek Monotonic
διάσημος: -ον (σῆμα),·
I. καθαρός, σαφής, ευκρινής· ουδ. πληθ. ως επίρρ., διάσημα θρηνεῖ, σε Σοφ.
II. διακεκριμένος, σπουδαίος, έγκριτος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάσημος: -ον, (σῆμα) καθαρός, σαφής, εὐκρινής· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διάσημα θρηνεῖ Σοφ. Φ. 209. ΙΙ. ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἔξοχος, Πλούτ. Δίωνι 54· δ. κράνος ὁ αὐτ. Τ. Γράκχ. 17 διασημοτάτη πόλις Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 904, πρβλ. 1078. 10.
Middle Liddell
διά-σημος, ον adj σῆμα
I. clear, distinct: neut. pl. as adv., διάσημα θρηνεῖ Soph.
II. conspicuous, Plut.
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀοίδιμος, ἀριδείκετος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, δημολάλητος, διαβόητος, διαπρεπής, διαφανής, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περιθρύλητος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах