ἐξαίφνης: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "unvermuthet" to "unvermutet") |
m (Text replacement - " unvermutet" to " unvermutet") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] adv., plötzlich, unvermutet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν [[οὕτως]] [[ἐξαίφνης]] πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι [[ἐξαίφνης]], sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ [[ἐξαίφνης]] [[φύσις]] Plat. Parm. 156 d. S. auch [[ἐξαπίνης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] adv., plötzlich, [[unvermutet]]; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν [[οὕτως]] [[ἐξαίφνης]] πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι [[ἐξαίφνης]], sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ [[ἐξαίφνης]] [[φύσις]] Plat. Parm. 156 d. S. auch [[ἐξαπίνης]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 06:45, 31 May 2024
English (LSJ)
Adv. suddenly, on a sudden, all of a sudden, Il.17.738, 21.14, Pi.O.9.52, A.Pr. 1077 (anap.), S.OC1610, etc.: c. part., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου = beholding the soul of each immediately upon his death (the moment that he is dead), Pl.Grg. 523e; ἀκούσαντι ἐξαίφνης = at first hearing, Id.Cra.396b: c. Art., τό γ' ἐ. D.18.153; but τὸ ἐξαίφνης = the instantaneous, that which is between motion and rest, and not in the time-series, Pl.Prm.156d; but, = τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν = what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness, Arist.Ph.222b15.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. -ᾱς Stesich.32.1, Pi.O.9.52; -ῆς Gal.17(2).514
adv. de repente, bruscamente
a) c. verbos πῦρ, τό ... ὄρμενον ἐ. Il.17.738, 21.14, cf. Pi.l.c., A.Pr.1077, S.Tr.912, Ant.417, OC 1610, E.Ep.3.12, Ar.V.49, Isoc.8.41, Ps.Dicaearch.1.1, Gal.l.c., Plot.4.6.3
•de improviso, por sorpresa ἐ. ... ἐλάμβανε ref. al ataque de la enfermedad, Th.2.49, μηδὲν ἐ. αὐτοῖς προσπεσεῖν Aen.Tact.15.5, cf. Plu.Thes.13, Aen.Gaz.Ep.3
•c. part. tan pronto como, apenas, en el momento en que θε[ῖ] ον ἐ[ξ] αίφνας τέρας ἰδοῖσα νύμφα ὧδε ... Ἑλένα φωνᾶι Stesich.l.c., τὸν κριτὴν δεῖ ... ψυχὴν θεωροῦντα ἐ. ἀποθανόντος ἑκάστου es preciso que el juez examine el alma de cada uno en el momento en que ha muerto Pl.Grg.523e, cf. Cra.396b, Plot.2.9.9
•enseguida LXX Ma.3.1;
b) c. subst. κίνησις σωμάτων ἡ ἐ. el movimiento repentino de los cuerpos Plot.3.1.1, cf. 2.4, διὰ τῆς ἐ. ... μεταβολῆς a causa del repentino cambio Aristid.Quint.81.16, cf. Phryn.98
•fil., subst. τὸ ἐ. el instante, e.d., lo que está entre el movimiento y el reposo sin estar en el tiempo, Pl.Prm.156d, τὸ δ' ἐ. τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν lo instantáneo es lo que ha abandonado su estado en un tiempo imperceptible por su pequeñez Arist.Ph.222b5
•adv. τό γ' ἐ. ἐπέσχον ἐκεῖνοι aquellos aguantaron por el momento D.18.153.
• Etimología: v. αἰπύς.
German (Pape)
[Seite 865] adv., plötzlich, unvermutet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν οὕτως ἐξαίφνης πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι ἐξαίφνης, sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ ἐξαίφνης φύσις Plat. Parm. 156 d. S. auch ἐξαπίνης.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à coup, subitement, brusquement;
NT: aussitôt.
Étymologie: ἐξ, αἴφνης.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαίφνης: adv.
1 внезапно, неожиданно, вдруг (φλεγέθειν Hom.; ἀκούειν τι Soph., Plat., Aeschin.): τὰ ἐ. ἑκούσια μὲν λέγομεν, κατὰ προαίρεσιν δ᾽ οὐ Arst. внезапные действия мы называем произвольными, но не преднамеренными;
2 мгновенный: τὸ ἐ. Plat. мгновенность;
3 тотчас же, немедленно: ἐ. ἀποθανόντος Plat. тотчас же по его смерти.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαίφνης: (ἄφνω) Ἐπίρρ., αἰφνιδίως, Ἰλ. Ρ. 738, Φ. 14, Πίνδ. Ο. 9. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 1077, Σοφ. Ο. Κ. 1610, κλ.· μετὰ μετοχ., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξ. ἀποθανόντος ἑκάστου, ὡς τὸ Λατ. statim ut, εὐθὺς ὅταν ἀποθάνῃ, Πλάτ. Γοργ. 523Ε· ἀκούσαντι ἐξ., εὐθὺς ὡς ἤκουσε, ὁ αὐτ. Κρατ. 396Β· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό γ’ ἐξ. Δημ. 278. 10· - ἀλλά, τὸ ἐξαίφνης, στιγμὴ μεταξὺ δύο χρονικῶν σημείων, διακοπὴ τῆς χρονικῆς συνεχείας, Πλάτ. Παρμ. 156D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7. Πρβλ. ἐξαπίνης.
English (Autenrieth)
= ἐξαπίνης, Il. 17.738 and Il. 21.14.
English (Strong)
from ἐκ and the base of αἰφνίδιος; of a sudden (unexpectedly): suddenly. Compare ἐξάπινα.
Greek Monolingual
(AM ἐξαίφνης) αίφνης
επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
αμέσως, ευθύς
μσν.
(με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά»)
αρχ.
φρ. «τὸ ἐξαίφνης» — η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων.
Greek Monotonic
ἐξαίφνης: (ἄφνω), επίρρ., ξαφνικά, αιφνίδια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἐξ. ἀποθανόντος, τη στιγμή που είναι πεθαμένος, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐξαπίνης.
Middle Liddell
adverbἄφνω
adv. on a sudden, Il., Attic; ἐξ. ἀποθανόντος, the moment he is dead, Plat.
Frisk Etymology German
ἐξαίφνης: {eksaíphnēs}
Meaning: plötzlich (seit Il.).
Derivative: Davon ἐξαιφνίδιος (Pl., Gal. u. a.) nach dem älteren αἰφνίδιος.
Etymology: Zusammenrückung aus ἐξ αἴφνης, von einem Nomen *αἴφνη (wozu αἰφνίδιος), also vielleicht eig. "aus der Jähe" bzw. "dem jähen" (sc. τῆς ὁδοῦ?; Strömberg Prefix Studies 56; vgl. auch Bechtel Lex. s. v.). Das später auftretende αἴφνης (s. d.) kann eine Kreuzung von ἐξαίφνης und αἰφνίδιος sein (anders Schwyzer 625). — Vgl. ἐξαπίνης.
Page 1,528
Chinese
原文音譯:™xa⋯fnhj 誒克士-埃-弗尼士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:出去-不-顯出(的)
字義溯源:忽然,出乎意料地;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(αἰφνίδιος)=預料不到的)組成;而 (αἰφνίδιος)又由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φαίνω)=發光,照耀)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。比較 (ἐξάπινα)=忽然地
出現次數:總共(5);可(1);路(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 忽然(5) 可13:36; 路2:13; 路9:39; 徒9:3; 徒22:6