ἐρι-: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_5)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῐ-''': ἀχώριστον [[μόριον]] ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».
|lstext='''ἐρῐ-''': ἀχώριστον [[μόριον]] ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐρι- (Α)<br />αχώριστο [[μόριο]] (όπως το <i>αρι</i>-) που επιτείνει την [[έννοια]] τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. [[εριαυγής]]<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος<br />β. [[ερίτιμος]]<br />[[πολύτιμος]], εντιμότατος<br />γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται [[δυνατά]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. [[πρόθημα]] που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην [[τραγωδία]]. Η [[υπόθεση]] ότι το <i>ερι</i>- συνδέεται με το ρ. <i>όρνυμι</i> παραμένει αναπόδεικτη. Το [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. [[πρόθημα]] <i>αρι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ερίτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαυγής]], [[εριαχθής]], [[εριβόας]], [[ερίβομβος]], <i>εριβρεμέτης</i>, [[εριβρεμής]], [[εριβριθής]], [[ερίβρομος]], [[ερίβρυχος]], [[εριβώλαξ]], [[εριγάστωρ]], [[ερίγδουπος]], [[εριγηθής]], [[ερίγληνος]], [[ερίδηλος]], [[εριδινής]], [[ερίδματος]], [[ερίδουπος]], [[ερίδωρος]], [[ερίζωος]], [[εριήκοος]], [[εριηχής]], <i>εριθαλής</i>, [[ερίθαλλος]], [[εριθηλής]], [[ερίθηλος]], [[ερίθυμος]], [[ερικλάγκτης]], [[ερίκλαυστος]], [[ερικλυτός]], [[ερίκνημος]], [[ερικτέανος]], [[ερίκτυπος]], [[ερικυδής]], [[ερικύμων]], [[εριλαμπής]], [[εριμύκης]], [[ερίμυκος]], [[ερίολβος]], [[ερίπλευρος]], [[ερίπνους]], [[εριπτοίητος]], [[ερισθενής]], [[ερισμάραγος]], [[ερίσπορος]], [[εριστάφυλος]], [[εριστέφανος]], [[ερισφάραγος]], [[ερίσφηλος]], [[ερίτμητος]], [[εριφεγγής]], [[εριφλεγής]], [[ερίφλοιος]], [[ερίχρυσος]], [[εριώδυνος]], [[εριώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εριαύχην]] <b>μσν.</b> [[ερίβοτρυς]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῐ Medium diacritics: ἐρι- Low diacritics: ερι- Capitals: ΕΡΙ-
Transliteration A: eri- Transliteration B: eri- Transliteration C: eri- Beta Code: e)ri

English (LSJ)

insepar. Particle,

   A like ἀρι-, used as a prefix to strengthen the sense of a word, very, much ; mostly Ep. and Lyr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῐ-: ἀχώριστον μόριον ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».

Greek Monolingual

(I)
ἐρι- (Α)
αχώριστο μόριο (όπως το αρι-) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής
πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος
β. ερίτιμος
πολύτιμος, εντιμότατος
γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται δυνατά κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. πρόθημα που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην τραγωδία. Η υπόθεση ότι το ερι- συνδέεται με το ρ. όρνυμι παραμένει αναπόδεικτη. Το πρόθημα ερι- εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. πρόθημα αρι-.
ΣΥΝΘ. ερίτιμος
αρχ.
εριαυγής, εριαχθής, εριβόας, ερίβομβος, εριβρεμέτης, εριβρεμής, εριβριθής, ερίβρομος, ερίβρυχος, εριβώλαξ, εριγάστωρ, ερίγδουπος, εριγηθής, ερίγληνος, ερίδηλος, εριδινής, ερίδματος, ερίδουπος, ερίδωρος, ερίζωος, εριήκοος, εριηχής, εριθαλής, ερίθαλλος, εριθηλής, ερίθηλος, ερίθυμος, ερικλάγκτης, ερίκλαυστος, ερικλυτός, ερίκνημος, ερικτέανος, ερίκτυπος, ερικυδής, ερικύμων, εριλαμπής, εριμύκης, ερίμυκος, ερίολβος, ερίπλευρος, ερίπνους, εριπτοίητος, ερισθενής, ερισμάραγος, ερίσπορος, εριστάφυλος, εριστέφανος, ερισφάραγος, ερίσφηλος, ερίτμητος, εριφεγγής, εριφλεγής, ερίφλοιος, ερίχρυσος, εριώδυνος, εριώπης
αρχ.-μσν.
εριαύχην μσν. ερίβοτρυς].