λίμνη: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(Autenrieth) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[λείβω]], [[λιμήν]]): [[lake]], [[pond]], [[even]] of a [[swamp]] or a [[marsh]], Il. 21.317; [[also]] of the [[sea]], Od. 3.1. | |auten=(cf. [[λείβω]], [[λιμήν]]): [[lake]], [[pond]], [[even]] of a [[swamp]] or a [[marsh]], Il. 21.317; [[also]] of the [[sea]], Od. 3.1. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=[[probably]] from [[λιμήν]] ([[through]] the [[idea]] of [[nearness]] of [[shore]]); a [[pond]] ([[large]] or [[small]]): [[lake]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:43, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pool of standing water left by the sea or a river, Il.21.317: hence, marshy lake, mere, distd. from ἕλος, Pl. Criti.114e, Lg.824c; Βοιβηΐς λ. Il.2.711; Γυγαίη ib.865; Κηφισίς 5.709; λ. Γοργῶπις A.Ag.302; Μαιῶτις Id.Pr.419 (lyr.), cf. 729, Pers. 871 (lyr.), Hdt.4.86; ἡ Βόλβη λ. Th.4.103; λ. τροχοειδής, at Delos, Hdt.2.170, cf. A.Eu.9. b also, artificial pool or basin, Hdt.1.185, 191, al., SIG799 ii 3 (Cyzic., i A.D.). 2 in Hom. and other Poets, the sea, Il.24.79, Od.3.1; βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32: so in Trag. in lyr., λίμνᾳ πορφυροειδεῖ A.Supp.529; ἐπ' οἶδμα λίμνας S. Fr.476, E.Hec.446; Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις . . λίμνας S.Fr.371; Μηλίδα πὰρ λ. by the Malian bay, Id.Tr.636. II Λίμναι, αἱ, (used without the article), a quarter of Athens (once prob. marshy), near the Acropolis, in which stood the Lenaeum, Ar.Ra.216, Th.2.15, Is.8.35, etc., cf. λιμναῖος 11. 2 a quarter or suburb of Sparta, Str.8.5.1. 3 a place in Messenia, Id.8.4.9.
German (Pape)
[Seite 48] ἡ (λείβω, die Alten leiten es falsch von λίαν μένειν, weil es ursprünglich ausgetretenes u. stehen gebliebenes Wasser bedeute), stehendes Wasser, der See, Teich, Il. 2, 711. 865. 21, 317 u. sonst, Pind. u. Folgde, auch in Prosa überall, λίμνη ποτίμου καὶ θερμ οῦ ὕδατος, Ken. Hell. 3, 2, 18; auch = Sumpf, Her. 1, 191 u. A.; καθ' ἕλη καὶ λίμνας καὶ ποταμούς vrbdt Plat. Critia. 114 e; auch ein künstlich gegrabenes Wasserbecken. Her 1, 185. 186. – Bei Hom. auch die See, das Meer, βαθείης βένθεσι λίμνης, Il. 13, 32 u. öfter; γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης, Hes. Th. 365; Μηλίδα πὰρ λίμναν, Soph. Trach. 636; Eur. Hipp. 794 u. a. D. – Vgl. noch nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
λίμνη: ἡ, (√ΛΙΒ, λείβω) κατὰ πρῶτον πιθ., λίμνη ἁλμυροῦ ὕδατος λιμνάζοντος, Λατ. aestuarium, εἰς ἣν ἡ θάλασσα ἔρχεται κανονικῶς κατὰ περιόδους, ὡς τὸ μεταγενέστερον λιμνοθάλασσα, στομαλίμνη, καὶ ἑπομένως ἀναμφιβόλως συγγενὴς τῷ λιμήν· λοιπόν, 1) λίμνη στασίμου ὕδατος, σχηματισθεῖσα ἐκ τῆς θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 317· ἀκολούθως, ἑλώδης λίμνη, «βάλτος», Λατ. palus (διακρινομένη ἀπὸ τοῦ ἕλους, Πλάτ. Κριτί. 114Ε, Νόμ. 824Β), Βοιβηὶς λ. Ἰλ. Β. 711· Γυγαίη αὐτόθι 865· Κηφισὶς Ε. 709· οὕτως Ἡρόδ. 1. 191, κ. ἀλλ.· λ. Γοργῶπις Αἰσχύλ. Ἀγ. 302· Μαιῶτις ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 419, πρβλ. 729, Πέρσ. 871, Ἡρόδ. 4. 86 (ἔνθα καλεῖται ἡ Μαιῆτις λ.)· ἡ Βόλβη λ., παρὰ τὴν Ἀμφίπολιν, Θουκ. 4. 103· πρβλ. λιμνώδης· - μεγάλη ποσότης ὕδατος ἐν τόπῳ τινὶ συναχθεῖσα, λίμνη τεχνητή, κἑξ.· ἴδε ἐν λ. ἕλος. 2) παρ’ Ὁμ. καὶ ἑτέροις ποιηταῖς, ἡ θάλασσα, Ἰλ. Ω. 79, Ὀδ. Γ. 1· βένθεσι λίμνης Ἰλ. Ν. 21, 32· οὕτω, λίμνᾳ πορφυροειδεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, πρβλ. Εὐμ. 9· ἐπ’ οἶδμα λίμνης Σοφ. (Ἀποσπ. 423) παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1338, Εὐρ. Ἑκ. 446 (λυρ.)· Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις... λίμναας Σοφ. Ἀποσπ. 341· Μηλίδα πὰρ λ., παρὰ τὸν Μαλιακὸν κόλπον, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 636. ΙΙ. Λίμναι, αἱ, μέρος τῶν Ἀθηνῶν (πιθανῶς ἄλλοτε ἑλῶδες παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν, ἔνθα τὸ Λήναιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 216, Θουκ. 2. 15, Ἰσαῖ. 72. 40, κτλ., πρβλ. λιμναῖος ΙΙ· ὡσαύτως ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος, πρβλ. λιμνήτης ΙΙ. 2) συνοικία τις ἢ προάστειον τῆς Σπάρτης, Στράβ. 363. 3) τόπος τις ἐν Μεσσηνίᾳ, ὁ αὐτ. 362.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. eau stagnante :
1 marais, étang;
2 lac ; particul. lac creusé de main d’homme;
II. mer ou bras de mer.
Étymologie: R. Λιβ, cf. λείβω.
English (Autenrieth)
(cf. λείβω, λιμήν): lake, pond, even of a swamp or a marsh, Il. 21.317; also of the sea, Od. 3.1.
English (Strong)
probably from λιμήν (through the idea of nearness of shore); a pond (large or small): lake.