κατευνάζω: Difference between revisions
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
(Autenrieth) |
(20) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=and [[κατευνάω]], aor. opt. κατευνήσαιμι, aor. [[pass]]. 3 pl. κατεύνασθεν, [[part]]. κατευνηθέντα: [[put]] to [[bed]], [[lull]] to [[sleep]], [[pass]]., [[lie]] [[down]], [[sleep]]. | |auten=and [[κατευνάω]], aor. opt. κατευνήσαιμι, aor. [[pass]]. 3 pl. κατεύνασθεν, [[part]]. κατευνηθέντα: [[put]] to [[bed]], [[lull]] to [[sleep]], [[pass]]., [[lie]] [[down]], [[sleep]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατευνάζω]])<br />[[ηρεμώ]] κάποιον ή [[κάτι]], [[καταπραΰνω]], [[ανακουφίζω]], [[καθησυχάζω]] (α. «το [[φάρμακο]] αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]] κάποιον στην [[κλίνη]], [[κοιμίζω]] (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐν τρητοῑσι κατηύνασθεν λεχέεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδιορίζω]] [[τόπο]], [[κατάλυμα]] σε κάποιον («ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατευνάζομαι</i><br />αδρανοποιούμαι, [[γίνομαι]] [[νωθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐνάζω]] «[[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[αποκοιμίζω]]». Η κυριολ. αρχική αυτή [[σημασία]] εξελίχθηκε σε μεταφορική «[[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. -ηύνᾰσα (v. infr.),
A put to bed, lull to sleep, Ἅλιον, ὃν αἰόλα νὺξ . . τίκτει κατευνάζει τε S.Tr.95 (lyr.); of death, με δαίμων κατευνάζει Id.Ant.833 (lyr.); ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν assigned him quarters outside the army, E.Rh.614: metaph., quiet, calm, πόντον A.R.1.1155 (tm.); θηρὸς ἐρωήν Opp.C.3.374 (tm.); μόχθων οὐδ' Ἀίδης με κατεύνασεν gave me no rest from... AP7.278 (Arch. Byz.); [κίνημα] Hierocl. in CA 24p.474M.:—Pass., lie down to sleep, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il.3.448; to be quieted, ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι λογισμοῖς Plu.Ant.36.
German (Pape)
[Seite 1398] niederlegen u. in Schlaf bringen; ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν Ἕκτωρ Eur. Rhes. 614; überte., besänftigen, stillen, lindern; den Schmerz, αἱμάδα ἠπίοισι φύλλοις Soph. Phil. 692; κατὰ δ' εὔνασε πόντον Ap. Rh. 1, 1155; θηρὸς ἐρωήν Opp. Cyn. 3, 374; auch vom Tode, Soph. Ant. 827, u. von der Sonne, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ τίκτει κατευνάζει τε Trach. 95; μόχθων οὐδ' Ἀΐδης με κατεύνασεν Archi. 33 (VII, 278), wie παύω. – Pass. sich niederlegen zur Ruhe, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Il. 3, 448; übertr., ἔρως δοκῶν κατευνάσθαι Plut. Anton. 36.
Greek (Liddell-Scott)
κατευνάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω εἰς τὴν εὐνήν, κλίνην, ἀποκοιμίζω, Ἅλιον, ὃν αἰόλα Νὺξ… τίκτει κατευνάζει τε Σοφ. Τρ. 95· ἐπὶ τοῦ θανάτου, δαίμων με κατευνάζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 833· ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν, προσδιώρισεν εἰς αὐτόν κατάλυμα ἔξω τοῦ στρατεύματος, Εὐρ. Ρῆσ. 614·- μεταφορ., καθησυχάζω, πραΰνω, πόντον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1155· θηρὸς ἐρωὴν Ὀππ. Κυν. 3. 374· κ. τινὰ μόχθων, παρέχω εἴς τινα ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, Ἀνθ. Π. 7. 278.- Παθ., πλαγιάζω διὰ νὰ κοιμηθῶ, κατακλίνομαι, ἐν τρητοῖσι κατεύνασθεν λεχέεσσιν Ἰλ. Γ. 448· καθησυχάζομαι, ἔρως δοκεῖ κατευνάσθαι Πλουτ. Ἀντών. 36.
French (Bailly abrégé)
ao. κατηύνασα;
1 étendre sur une couche, coucher ; Pass. être couché, dormir;
2 fig. endormir, assoupir ; Pass. se reposer, se calmer en parl. des passions.
Étymologie: κατά, εὐνάζω.
English (Autenrieth)
and κατευνάω, aor. opt. κατευνήσαιμι, aor. pass. 3 pl. κατεύνασθεν, part. κατευνηθέντα: put to bed, lull to sleep, pass., lie down, sleep.
Greek Monolingual
(AM κατευνάζω)
ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καταπραΰνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω (α. «το φάρμακο αυτό κατευνάζει τους πόνους» β. «κατευνάζειν πόντον», Απολλ. Ρόδ.)
μσν.-αρχ.
τοποθετώ κάποιον στην κλίνη, κοιμίζω (α. «ὃν αἰόλα νύξ... τίκτει κατευνάζει τε», Σοφ.
β. «ἐν τρητοῑσι κατηύνασθεν λεχέεσσιν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. προσδιορίζω τόπο, κατάλυμα σε κάποιον («ἐκτὸς αὐτὸν τάξεων κατηύνασεν», Ευρ.)
2. παρέχω σε κάποιον ανάπαυση, ανακούφιση από κάτι
3. μέσ. κατευνάζομαι
αδρανοποιούμαι, γίνομαι νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὐνάζω «βάζω κάποιον στο κρεβάτι, αποκοιμίζω». Η κυριολ. αρχική αυτή σημασία εξελίχθηκε σε μεταφορική «καταπραΰνω, καθησυχάζω»].