λίαν: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />tout à fait, extrêmement, très, fort :<br />-- <i>avec un verbe</i> : [[λίην]] πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ [[λίαν]] στένε SOPH ne te lamente pas à l’excès;<br />-- <i>avec un adj.</i> : [[λίην]] [[μέγα]] OD trop grand ; [[λίην]] τόσον OD à un point si extraordinaire;<br />-- <i>avec un adv.</i> : [[λίην]] [[ἑκάς]] OD trop loin ; [[οὐδέ]] [[τι]] [[λίην]] [[οὕτω]] OD non tout à fait ainsi ; avec [[καί]] : καὶ [[λίην]], certes, tout à fait, oui certes;<br />-- <i>entre l’art. et un subst.</i> : ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]] ESCHL son amour excessif;<br />-- <i>subst.</i> τὸ [[λίαν]] EUR l’excès, la violence.<br />'''Étymologie:''' p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *[[λάω]], [[λιλαίομαι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />tout à fait, extrêmement, très, fort :<br />-- <i>avec un verbe</i> : [[λίην]] πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ [[λίαν]] στένε SOPH ne te lamente pas à l’excès;<br />-- <i>avec un adj.</i> : [[λίην]] [[μέγα]] OD trop grand ; [[λίην]] τόσον OD à un point si extraordinaire;<br />-- <i>avec un adv.</i> : [[λίην]] [[ἑκάς]] OD trop loin ; [[οὐδέ]] [[τι]] [[λίην]] [[οὕτω]] OD non tout à fait ainsi ; avec [[καί]] : καὶ [[λίην]], certes, tout à fait, oui certes;<br />-- <i>entre l’art. et un subst.</i> : ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]] ESCHL son amour excessif;<br />-- <i>subst.</i> τὸ [[λίαν]] EUR l’excès, la violence.<br />'''Étymologie:''' p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *[[λάω]], [[λιλαίομαι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>λῐαν</b> <br /> &nbnbsp; <b>1</b> [[overmuch]] μὴ κάμνε [[λίαν]] δαπάναις (P. 1.90) [[[λίαν]] (codd. contra metr.: μὰν coni. Pauw.) (N. 11.33) ] “[[λίαν]] μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν (Pae. 4.48) cf. P. Oxy., 841, fr. 162. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 17 August 2017
English (LSJ)
[v. fin.], Ion. and Ep. λίην, Adv.
A very, exceedingly, in Hom. with an Adv., λ. ἑκάς Od.14.496; λ. ἀεικελίως 8.231: with an Adj., λ. μέγα εἶπες 3.227, 16.243; νήπιος λ. τόσον 4.371, cf. 13.238; λ. λυπρός 13.243; λ. ἐνθύμιος ib.421: alone with a Verb, very much, overmuch, κεχολώατο λ. 14.282; λ. ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361; οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται not exceedingly, 14.368; μή τι λ. προκαλίζεο Od.18.20, cf. Il.6.486; also, in Hom., καὶ λίην, which always begins the sentence or verse, surely, aye surely, καὶ λ. κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Od.1.46, cf. 3.203, Il.1.553, al. II after Hom., ἀσχάλα μὴ λίην Archil.66.7, cf. Sol.6; λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p.409 H.; λ. πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.4.96; μὴ κάμνε λ. Pi. P.1.90; μὴ λ. στένε S.El.1172, cf. E.Med.158 (lyr.); ἀσπάζου αὐτὴν λ. POxy.936.13 (iii A.D.); καὶ λ. σαφῶς Ar.Eq.1231; λ. ἀσελγῶς Lys. 24.15; λ. πόρρω Pl.Prt.310c; ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Th.7.5: with other words of like sense, πολὺ λ. Isoc.9.48; λ. πάνυ Antiph.184.2 (dub.), cf. Eust.972.46; κόμπος λ. εἰρημένος, opp. πεπλασμένος (compare our very and verily), A.Pr.1031:—in Trag.and Com.freq.betw.Art.and Noun, ἡ λ. φιλότης βροτῶν his too great love... A.Pr.123 (anap.); τὸ λ. ποτόν Cratin.187; ἡ λ. τρυφή Men.587; τὰ λ. μειράκια Theopomp. Com.29; αἱ πρὸς τυράννους λίαν ὁμιλίαι D.6.21; τὸ λ. excess, violence, E.Andr.866, Pl.Cra.415c. [Hom. has ῐ nine times, ῑ thirty-two times; the latter is found both in arsi and in thesi. In later Ep.and Trag. both quantities are found: ᾱ always.]
German (Pape)
[Seite 41] ion. u. ep. λίην (λι-), sehr, gar sehr, zu sehr, Hom. oft, wie das spätere ἄγαν; λίην μέγα, λίην τόσον, Od. 3, 227. 4. 871. 16, 243; übh. stark, heftig, δὴ γὰρ κεχολώατο λίην, 14, 282; u. bei den folgenden Dichtern, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις, Pind. P. 1, 90; οὐ πεπλασμένος ὁ κόσμος ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος, Aesch. Prom. 1033; u. bei subst., ἡ λίαν φιλότης, die zu große Liebe, 123; ὥστε μὴ λίαν στένε, nicht zu sehr, Soph. El. 1163 u. öfter; Eur., Comic., wie in Prosa, τὸ λίαν ἰσχύς τίς ἐστιν, Plat. Crat. 415 c; ἐκεῖνο ἐννοῶ, μὴ λίαν ἂν ταχὺ σωφρονισθείην, daß ich nur zu schnell zur Besonnenheit zurückgeführt werden dürfte, Xen. An. 6, 1, 28; Folgde, wie Pol., auch nachgestellt, θαυμάσια λίαν, Luc. Pisc. 34, πρωῒ λίαν, Plut. Crass. 17. – Bes. geläufig ist bei Hom. u. auch bei den Folgdn καὶ λίην, καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, cigentlich κεῖνος κεῖται ὀλέθρῳ καὶ λίαν γε ἐοικότι, Od. 1, 46, im Verderben, und zwar einem nur allzusehr verdienten, u. so häufig im Anfang eines Satzes, καὶ λίην σε πάρος γ' οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ, Il. 1, 553. – Λίαν ἄγαν, Mein. Men. p. 152. – Auch mit dem superlat, ὅπως ἂν βέλτιστα λίαν πράττοι, Plat. Eryx. 393, e, u. Sp. [Bei Hom. ist ι in der Vershebung lang, in der Verssenkung kurz, mit Ausnahme der Verbindung καὶ λίην, wo ι immer lang ist, so auch Od. 8, 231. 15, 405. 16, 86 ein Spondeus. Bei den folgenden Dichtern ist es nach Versbedürfniß lang u. kurz; α ist aber erst bei sehr sp. D., wie Greg. Naz., kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
λίαν: [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. λίην· μονοσύλλαβος τύπος λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., ὅστις μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ μετέπειτα ἐν χρήσει ἄγαν, μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· οὐδέ τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., λίην μέγα Γ. 227., Π. 243· λίην τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον μετὰ ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο λίην Ξ. 282· λίην ἄχθομαι ἕλκος Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. καὶ λίην, ὅπερ χάριν μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον μέρος αὐτοῦ, καὶ λίην κεῑνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ (ἀντί: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ λίην γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο λίαν δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ λίην Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· λίην πιστεύειν, ὡς τὸ κάρτα π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε λίαν Πινδ. Π. 1. 175· μὴ λίαν στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως μετὰ τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. ἄγαν, λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, κόμπος λίαν εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς συχνάκις εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ λίαν φιλότης, ἡ ὑπερβολικὴ αὐτοῦ ἀγάπη, Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ λίαν πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ λίαν, ἡ ὑπερβολή, ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ λίην, ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε].
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, extrêmement, très, fort :
-- avec un verbe : λίην πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ λίαν στένε SOPH ne te lamente pas à l’excès;
-- avec un adj. : λίην μέγα OD trop grand ; λίην τόσον OD à un point si extraordinaire;
-- avec un adv. : λίην ἑκάς OD trop loin ; οὐδέ τι λίην οὕτω OD non tout à fait ainsi ; avec καί : καὶ λίην, certes, tout à fait, oui certes;
-- entre l’art. et un subst. : ἡ λίαν φιλότης ESCHL son amour excessif;
-- subst. τὸ λίαν EUR l’excès, la violence.
Étymologie: p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *λάω, λιλαίομαι.
English (Slater)
λῐαν
&nbnbsp; 1 overmuch μὴ κάμνε λίαν δαπάναις (P. 1.90) [[[λίαν]] (codd. contra metr.: μὰν coni. Pauw.) (N. 11.33) ] “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν (Pae. 4.48) cf. P. Oxy., 841, fr. 162. 1.