Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

που: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(SL_2)
(33)
Line 12: Line 12:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>που</b> (cf. ποι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[somehow]] ἦ θαύματα [[πολλά]], καί [[πού]] τι καὶ βροτῶν [[φάτις]] (O. 1.28) “οὔ τί ποᾰ [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]];” (P. 4.87) ὁ [[μέν]] που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ἔπραξεν (P. 10.11) παθόντες [[πού]] τι φιλόξενον [[ἔργον]] (I. 2.24) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που [[κἀν]] βραχίστοις (Heyne: [[πού]] κ' ἐν, πά κ ἐν codd.) (I. 6.59)
|sltr=<b>που</b> (cf. ποι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[somehow]] ἦ θαύματα [[πολλά]], καί [[πού]] τι καὶ βροτῶν [[φάτις]] (O. 1.28) “οὔ τί ποᾰ [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]];” (P. 4.87) ὁ [[μέν]] που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ἔπραξεν (P. 10.11) παθόντες [[πού]] τι φιλόξενον [[ἔργον]] (I. 2.24) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που [[κἀν]] βραχίστοις (Heyne: [[πού]] κ' ἐν, πά κ ἐν codd.) (I. 6.59)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α<br /> (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)<br /> <b>1.</b> [[κάπου]], σε κάποιο [[τόπο]] («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>2.</b> σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή [[ἀπειρία]] πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με αριθμτ.) [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]] («ἔτεα [[τρία]] καί [[δέκα]] κου [[μάλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> ([[συχνά]] προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια [[έκφραση]]) [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[πιθανώς]], ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]] (α. «[[Ζεὺς]] μὲν που το γε οἶδε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> «οὔ τί που»<br /> (για [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή [[απορία]]) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]]», <b>Πίνδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ου</i>].———————— <b>(II)</b><br /> Ν<br /> (άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)<br /> <b>1.</b> ο [[οποίος]] («αυτός [[είναι]] που χάλασε τον κόσμο»)<br /> <b>2.</b> (ως αιτιολογ, [[σύνδεσμος]] με ρήματα που δηλώνουν [[ψυχικό]] [[πάθος]]) [[διότι]], [[επειδή]] («λυπούμαι που δεν [[μπορώ]] να σάς εξυπηρετήσω»)<br /> <b>3.</b> (ως χρον. [[σύνδεσμος]]) όταν, [[αφότου]], ενώ («[[είναι]] [[πέντε]] μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)<br /> <b>4.</b> (ως αποτελεσμ. [[σύνδεσμος]]) ώστε («έχει [[κάτι]] άγρια μάτια που σέ πιάνει [[τρεμούλα]]»)<br /> <b>5.</b> (ως ειδ. [[σύνδεσμος]]) ότι, πως («το [[καταλαβαίνω]] που μέ πειράζεις»)<br /> <b>6.</b> (ως ευχετ. [[μόριο]], [[κυρίως]] για κατάρες) [[είθε]], [[μακάρι]], [[άμποτε]] («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)<br /> <b>7.</b> (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από [[εκεί]] που βρίσκεσαι»)<br /> <b>8.</b> ως θαυμαστικό [[επιφώνημα]] (α. «τί όμορφη που είσαι [[σήμερα]]» β. «[[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /> <b>9.</b> (φρ) «που λες»<br /> (ως παρενθετική φρ. σε [[αφήγηση]]) [[λοιπόν]], επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ [[αλλά]] [[κανείς]] δεν ήταν [[εκεί]]»).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁπού</i> / [[ὅπου]] με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η [[άποψη]] ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό <i>ποῦ</i> δεν θεωρείται πιθανή].———————— <b>(III)</b><br /> το, Ν<br /> <b>μετρολ.</b> κινεζική [[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 1, 79 [[μέτρα]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: που Medium diacritics: που Low diacritics: που Capitals: ΠΟΥ
Transliteration A: pou Transliteration B: pou Transliteration C: pou Beta Code: pou

English (LSJ)

Ion. κου, Aeol. ποι Sapph.Supp.25.17, Pi.P.5.101, BCH37.157 (Cyme, iii B.C.), prob. in Alc.9:—enclit. Adv.

   A anywhere, somewhere, Il.16.514, etc.; freq. with other Advs. of Place, οὐχ ἑκάς π. somewhere not far off, S.Ph.41; πέλας π. ib.163(anap.); μηδαμοῦ . . π. ib.256 (dub.l.); π. πέραν τοῦ ποταμοῦ X.An.4.3.3; ἄλλοθί π. D.4.41; τῇδέ π. Plb.3.108.3, etc.: c.gen., ἀλλά π. αὐτοῦ ἀγρῶν in some part there of the fields, Od.4.639; ἐμβαλεῖν π. (fort. ποι) τῆς χώρας some part of the country, X.Cyr.6.1.42; εἴ π. τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο πάθος συνέβη D.18.195.    II without reference to Place, in some degree, καί πού τι Th.2.87: freq. to qualify an expression, perhaps, I suppose, Hom., etc.; added to introductory Particles, οὕτω π . . . Il.2.116; Ζεὺς μέν π. τό γε οἶδε 3.308; ὡς ὅτε π. 11.292; ἤν π., εἰ μή π., X.Hier.3.2, Pl.R.372a: strengthd., τάχ' ἄν π. S.OT1116; ἴσως π. E. El.518: attached to single words to limit their significance, πάντως κ. Hdt.3.73; τί π. δράσεις; what in the world? A.Pr.743; οὐδείς π. Pl.Phlb.64d; with numerals, ἔτεα τρία καὶ δέκα κ. μάλιστα about thirteen years, Hdt.1.119, cf. 209,7.22, etc.: οὔ τί που denies with indignation or wonder, surely it cannot be . ., οὔ τί π. οὗτος Ἀπόλλων Pi.P.4.87, cf. S.Ph.1233, Ar.Nu.1260, Pax 1211, Ra.522, Pl.R. 362d, etc.; οὐ δήπου adds a shade of suspicion, οὐ δήπου Στράτων; Ar.Ach.122, cf. Av.269, Pl.Smp.194b: for δήπου, ἦπου, v. sub vocc.—In late writers (LXX Jo.2.5, al., Ev.Jo.7.35, al., Arr.Epict.1.27.9, 4.1.93, etc.) ποῦ, που take the place of ποῖ, ποι, with Verbs of motion, as in Engl. where for whither? This idiom (condemned by Phryn.30, ποῦ ἄπει . . ἁμάρτημα) is found occasionally in early authors, ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Il.13.219; ἐξελθών που Antipho 2.4.8; ἰόντα που X.Cyr.1.2.16; but in pure Att. only as f.l. for ποῖ, ποι.

English (Slater)

που (cf. ποι)
   1 somehow ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις (O. 1.28) “οὔ τί ποᾰ οὗτος Ἀπόλλων;” (P. 4.87) ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ ἔπραξεν (P. 10.11) παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (I. 2.24) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: πού κ' ἐν, πά κ ἐν codd.) (I. 6.59)

Greek Monolingual

(I)
και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α
(αόρ. εγκλιτ. επίρρ.)
1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.)
2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.)
3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα τρία καί δέκα κου μάλιστα», Ηρόδ.)
4. (συχνά προστίθεται σε προεισαγωγικά μόρια ή επιτάσσεται σε λέξεις προκειμένου να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποια έκφραση) κατά κάποιον τρόπο, πιθανώς, ίσως, υποθέτω, στοχάζομαι (α. «Ζεὺς μὲν που το γε οἶδε», Ομ. Ιλ.
β. «τί που δράσεις ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά», Αισχύλ.)
5. φρ. «οὔ τί που»
(για άρνηση με αγανάκτηση ή απορία) βεβαίως δεν δυνατόν («οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- των ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ου].———————— (II)
Ν
(άκλ. αναφ. αντων. κν. γένους και αριθ.)
1. ο οποίος («αυτός είναι που χάλασε τον κόσμο»)
2. (ως αιτιολογ, σύνδεσμος με ρήματα που δηλώνουν ψυχικό πάθος) διότι, επειδή («λυπούμαι που δεν μπορώ να σάς εξυπηρετήσω»)
3. (ως χρον. σύνδεσμος) όταν, αφότου, ενώ («είναι πέντε μήνες που έφυγε στο εξωτερικό»)
4. (ως αποτελεσμ. σύνδεσμος) ώστε («έχει κάτι άγρια μάτια που σέ πιάνει τρεμούλα»)
5. (ως ειδ. σύνδεσμος) ότι, πως («το καταλαβαίνω που μέ πειράζεις»)
6. (ως ευχετ. μόριο, κυρίως για κατάρες) είθε, μακάρι, άμποτε («που να σέ πάρει και να σέ σηκώσει»)
7. (ως αναφ. και τοπ. επίρρ.) όπου («μην κουνηθείς από εκεί που βρίσκεσαι»)
8. ως θαυμαστικό επιφώνημα (α. «τί όμορφη που είσαι σήμερα» β. «κακό που μάς βρήκε»)
9. (φρ) «που λες»
(ως παρενθετική φρ. σε αφήγηση) λοιπόν, επιτέλους, για να ξέρεις («πήγα, που λες, κι εγώ αλλά κανείς δεν ήταν εκεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπού / ὅπου με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος. Η άποψη ότι η αντων. που προέρχεται από το ερωτηματικό ποῦ δεν θεωρείται πιθανή].———————— (III)
το, Ν
μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ισοδύναμη με 1, 79 μέτρα.