παρακαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
(T22)
(30)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist participle [[feminine]] παρακαθίσασα, to [[make]] to [[sit]] [[down]] [[beside]] ([[παρά]], IV:1)); to [[set]] [[beside]], [[place]] [[near]] ; intransitive, to [[sit]] [[down]] [[beside]]: [[παρά]] τί, R G L ([[but]] L marginal [[reading]] [[πρός]]) (the Sept. [[Plutarch]], Marius 17; Cleomedes (100 A.D.>?) 37; in [[this]] [[sense]] the [[middle]] is [[more]] [[common]] in the Greek writings).
|txtha=1st aorist participle [[feminine]] παρακαθίσασα, to [[make]] to [[sit]] [[down]] [[beside]] ([[παρά]], IV:1)); to [[set]] [[beside]], [[place]] [[near]] ; intransitive, to [[sit]] [[down]] [[beside]]: [[παρά]] τί, R G L ([[but]] L marginal [[reading]] [[πρός]]) (the Sept. [[Plutarch]], Marius 17; Cleomedes (100 A.D.>?) 37; in [[this]] [[sense]] the [[middle]] is [[more]] [[common]] in the Greek writings).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[παρακάθημαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήνω]] [[ενέδρα]], [[παραμονεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] να καθίσει ή να παραμείνει [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[θέτω]] παραπλεύρως<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] [[κάπου]] κάποιον ή [[κάτι]] («στρατιὰν [[παρακαθίζω]] περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) α) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[βάζω]] κάποιον να καθίσει [[κοντά]] σε κάποιον<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῑκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῑς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίζω Medium diacritics: παρακαθίζω Low diacritics: παρακαθίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: parakathízō Transliteration B: parakathizō Transliteration C: parakathizo Beta Code: parakaqi/zw

English (LSJ)

pf.

   A παρακεκαθικέναι Arr.Epict.2.6.23:—set beside or near, Pl.R.553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. 11, LXX Jb.2.13, D.S.23.9, Arr. l.c., Plu.Mar. 17.    2 Med. with aor. 1 παρεκαθισάμην, let another sit down beside one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.AJ19.4.5; also π. τινά make him assessor or co-arbiter, D.33.14.    II mostly Pass. and Med., fut. -καθιζήσομαι Pl.Ly.207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.Euthd.273b, Ar.Pl.727; part. παρακαθεζόμενος X.Cyr.5.5.7, Mem.4.2.8, Pl.Chrm.153c, Thphr.Char.3.2, Plu.Art.26; later -καθεσθείς Ev.Luc.10.39, J.AJ6.11.9, Gal.14.637:—seat oneself, sit down beside or near another, ll. cc., Pl.Tht.144d.

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνθάδε παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίζω: μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - καθίζω ἐμαυτόν, καθίζω ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ παρά τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. παρακαθέζομαι.

French (Bailly abrégé)

f. att. παρακαθιῶ;
être assis à côté de, τινι;
Moy. παρακαθίζομαι (f. παρακαθίσομαι, att. παρακαθιοῦμαι ou παρακαθιζήσομαι, ao. παρεκαθισάμην);
1 intr. s’asseoir auprès de, τινι;
2 tr. faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.
Étymologie: παρά, καθίζω.

English (Strong)

from παρά and καθίζω; to sit down near: sit.

English (Thayer)

1st aorist participle feminine παρακαθίσασα, to make to sit down beside (παρά, IV:1)); to set beside, place near ; intransitive, to sit down beside: παρά τί, R G L (but L marginal reading πρός) (the Sept. Plutarch, Marius 17; Cleomedes (100 A.D.>?) 37; in this sense the middle is more common in the Greek writings).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρακάθημαι
μσν.
στήνω ενέδρα, παραμονεύω
αρχ.
1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.)
3. (μέσ. και παθ.) α) κάθομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («τῷ Πλούτωνι παρεκαθέζετο», Αριστοφ.)
β) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε κάποιον
γ) καθιστώ κάποιον συνδιαιτητή («παῑδας καὶ γυναῑκας παρακαθισαμένους ἑαυτοῑς τοὺς δικαστὰς δικάζειν», Λυκούργ.).