ἐπινεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(T22)
(13)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐπένευσα; from [[Homer]] [[down]]; to [[nod]] to; tropically, (by a [[nod]]) to [[express]] [[approval]], to [[assent]]: Acts 18:20, as [[often]] in Greek writings.
|txtha=1st aorist ἐπένευσα; from [[Homer]] [[down]]; to [[nod]] to; tropically, (by a [[nod]]) to [[express]] [[approval]], to [[assent]]: Acts 18:20, as [[often]] in Greek writings.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπινεύω]]) [[νεύω]]<br /><b>1.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε [[Κρονίων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]] («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς [[εἶναι]]», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόσχομαι]] («[[τάδε]] [[Ζεὺς]] οὑμὸς ἐπένευσεν [[πατήρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτρἐπω<br /><b>3.</b> κλίνοντας το [[κεφάλι]] [[διατάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («ὅγ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε σιωπῇ Φοίνικι στορέσαι πυκινόν [[λέχος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[γέρνω]] [[προς]] τα [[μπρος]] το [[κεφάλι]] («κόρυθι δ’ ἐπένευε φαεινῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κλίνω]] [[προς]] κάποιον, [[υποστηρίζω]] κάποιον («ἐπένευσεν εἰς ἐκεῑνον ἡ βουλὴ [[πάλιν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ξαπλώνω]] σε επικλινές [[έδαφος]]<br /><b>7.</b> [[ανυψώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινεύω Medium diacritics: ἐπινεύω Low diacritics: επινεύω Capitals: ΕΠΙΝΕΥΩ
Transliteration A: epineúō Transliteration B: epineuō Transliteration C: epineyo Beta Code: e)pineu/w

English (LSJ)

fut.

   A -νεύσω Luc.Sat.4, -νεύσομαι Aristaenet.2.1:—nod to, in token of command or approval, nod assent, opp. ἀνανεύω, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι Il.15.75; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1.528, etc.; ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pi.I.8(7).49; σὺ . . ἐπένευσας τάδε did'st approve, sanction these acts, E.Or.284, cf. D.18.324; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true,Aeschin.3.59; σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ . . ἐπινεύουσι they indicate falsehoods without speaking, D.21.139: abs., Antipho 2.2.7; Ἑλληνικὸν ἐ. give a Greek nod, Ar.Ach.115: c. acc., grant or promise, τινά τινι E.Hel.681 (lyr.); τι Id.Ba.1349; ὑπέρ τινος Plb.21.5.3: c. dat., ἐ. τῇ δεήσει τινός PGiss. 1.41 ii 9 (ii A.D.): c. dat. pers., ἐ. τισὶ δεομένοις SIG888.13 (Macedonia, iii A.D.): c. dat. pers. et inf., permit, κῴδια ἐ. ἡμῖν ἐργάζεσθαι PPetr.2p.108(iii B.C.).    2. make a sign to another to do a thing, order him to do, c. inf., ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ . . στορέσαι λέχος Il.9.620:abs., Od.16.164(tm.), h.Cer.169,466, X.Cyr.5.5.37.    3. nod forwards, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ he nodded with his helmet, i.e.it nodded, Il.22.314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186; ἐ. ἐς τὸ κάταντες Luc.DDeor.25.2; πέτραι ἐπινενευκυῖαι overhanging, Id.Prom.1.    4. incline towards, εἴς τινα Ar.Eq.657.    5. roll down an inclined plane, Hero Aut.2.1.    6. trans., elevate, point upwards, Id.Bel.78.8, 89.14:—Pass., to be inclined downwards, opp. ἐξυπτιάζεσθαι, S.E. P.1.120.    b. tilt, [κεράμιον] Gp.7.9.    7. ἐπινενευκὼς σφυγμός, name coined by Archigenes, Gal.8.479.

German (Pape)

[Seite 965] zunicken, zuwinken, als Zeichen der Bestätigung, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι, mit meinem Haupte nickte ich dazu, mein Versprechen bekräftigend, Il. 15, 75; in tmesi, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων 1, 528; c. infin., 9, 616, wie ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pind. I. 7, 45; H. h. Cer. 169 u. 466 u. sp. D.; übh. bejahen, bekräftigen, versprechen, Eur. Or. 284, der auch ᾡ μ' ἐπένευσεν vrbdt, dem sie mich zusagte, Hel. 681; vgl. Theocr. 27, 32 u. Plut. Cat. min. 2; komisch Ἑλληνικὸν ἐπένευσεν, auf hellenisch, Ar. Ach. 115; Ggstz ἀνανεύω, Plat. Rep. I, 351 c; μόγις πως ἐπενευσάτην, mit Mühe stimmten sie bei, Lys. 222 b; Antiph. 2 β 7 u. sonst; ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι, neben ὁμολογήσας, Aesch. 3, 59; ὑπέρ τινος, Pol. 21, 3, 3; durch Zunicken einen Wink geben, Xen. Cyr. 5, 5, 37; – von oben her, übh. nicken, κόρυθι ἐπένευε φαείνῃ, mit dem Helmbusch, Il. 22, 314; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; – sich hinneigen, εἴς τινα, Ar. Equ. 657; von Bergen, πέτραι ἠρέμα ἐπινενευκυῖαι, überhangend, Luc. Prom. 1, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 1, 120 εἰκὼν ἐπινευομένη der ἐξυπτιαζομένη entggstzt ist. – Auch trans., herunterbiegen, Hero.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεύω: μέλλ. -νεύσω Λουκ. Κρόν. 1. 4· -νεύσομαι Ἀρισταίν. 2. 1. Νεύω, κατανεύω, κινῶ πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ὑποσχέσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνανεύω, ὥς οἱ ὑπέστην πρῶτον, ἐμῷ δ’ ἐπένευσα κάρητι Ἰλ. Ο. 75· ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων Α. 528, κτλ.· νεύω διὰ τῶν βλεφάρων ὡς σημεῖον συγκαταθέσεως, ὥς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά· τοι δ’ ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Πινδ. Ι. 8 (7). 100· σύ... ἐπένευσας τάδε, ἐπεδοκίμασας, ἐπεκύρωσας τὰς πράξεις ταύτας, Εὐρ. Ὀρ. 284, πρβλ. Δημ. 332. 18· ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι, ἔνευσεν εἰς σημεῖον ὅτι ἦτο ἀληθές, Αἰσχίν. 62. 11· σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ... ἐπινεύουσι, δηλοῦσι δὲ τὰ ψευδῆ διὰ τῆς σιωπῆς (ὡς τὸ Λατ. innuere), Δημ. 560. 6· ἀπολ., Ἀντιφῶν 117. 11, κτλ.· Ἑλληνικόν γ’ ἐπένευσαν ἄνδρες οὑτοιί, ἔκαμαν Ἑλληνικὸν νεῦμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 115: - μετ’ αἰτ., ὑπισχνοῦμαι, Πάριν, ᾧ μ’ ἐπένευσαν, Εὐρ. Ἑλ. 681· τι Βάκχ. 1349· ἐπ. σιγῇ τι Δημ. 560. 7· ὑπέρ τινος Πολύβ. 21. 3, 3. 2) κάμνω νεῦμα πρὸς ἕτερον διὰ νὰ πράξῃ τι, διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ..., στορέσαι λέχος Ἰλ. Ι. 620 (616) ἀπολ., Ὀδ. ΙΙ. 164, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 169, 466, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37. 3) νεύωκλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ, «τῷ λαμπρῷ δὲ κράνει παρέκυπτε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 314· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· πέτραι ἐπινενευκυῖαι, ἐπικρεμάμεναι, Λουκ. Προμ. 1: - οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀντίθετον τῷ ἐξυπτιάζεσθαι, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 120. 4) κλίνω πρός..., ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 657.

French (Bailly abrégé)

I. s’incliner, d’où
1 agiter le panache d’un casque en remuant la tête;
2 se pencher : πέτραι ἐπινενευκυῖαι LUC roches suspendues;
II. incliner la tête pour faire un signe ; faire un signe de tête ; particul.
1 faire un signe d’assentiment ; approuver d’un signe;
2 accorder ou promettre d’un signe;
3 ordonner par signe : τινι οὕτως ἐπ. XÉN faire signe à qqn d’agir ainsi.
Étymologie: ἐπί, νεύω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπένευσα: nod with the helmet (of the plume), Il. 22.314; nod assent (opp. ἀνανεύω), κάρητι, Il. 15.75.

English (Slater)

ἐπῐνεύω
   1 nod approval τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.46)

English (Strong)

from ἐπί and νεύω; to nod at, i.e. (by implication) to assent: consent.

English (Thayer)

1st aorist ἐπένευσα; from Homer down; to nod to; tropically, (by a nod) to express approval, to assent: Acts 18:20, as often in Greek writings.

Greek Monolingual

(AM ἐπινεύω) νεύω
1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)
2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.)
αρχ.
1. υπόσχομαιτάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ», Ευρ.)
2. επιτρἐπω
3. κλίνοντας το κεφάλι διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («ὅγ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε σιωπῇ Φοίνικι στορέσαι πυκινόν λέχος», Ομ. Ιλ.)
4. γέρνω προς τα μπρος το κεφάλι («κόρυθι δ’ ἐπένευε φαεινῇ», Ομ. Ιλ.)
5. κλίνω προς κάποιον, υποστηρίζω κάποιον («ἐπένευσεν εἰς ἐκεῑνον ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.)
6. ξαπλώνω σε επικλινές έδαφος
7. ανυψώνω.