κόφινος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(T22)
(21)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κοφινου, ὁ, a [[basket]], [[wicker]] [[basket]] (cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Basket): [[Aristophanes]] av. 1310; [[Xenophon]], mem. 3,8, 6; others.)  
|txtha=κοφινου, ὁ, a [[basket]], [[wicker]] [[basket]] (cf. B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Basket): [[Aristophanes]] av. 1310; [[Xenophon]], mem. 3,8, 6; others.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόφινος]])<br />μεγάλο [[καλάθι]], [[κοφίνι]] («[[οὔπω]] νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />βοιωτικό [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη [[σειρά]] της δανείστηκε η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cophinus</i>) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές [[αλλά]] και γερμανικές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>couffin</i> «[[ζεμπίλι]]», αγγλ. <i>coffin</i> «[[φέρετρο]]», μσν. άνω γερμ. <i>Koffer</i> «[[κιβώτιο]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοφίνι]](<i>ον</i>), [[κοφινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοφινίς]], [[κοφινώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοφινοποιός]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόφῐνος Medium diacritics: κόφινος Low diacritics: κόφινος Capitals: ΚΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: kóphinos Transliteration B: kophinos Transliteration C: kofinos Beta Code: ko/finos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, acc. to AB102 less Att. than ἄρριχος, found in Ar.Av.1310, Fr.349, Pl.Com.41, X.Mem.3.8.6, IG22.1672.65, Thphr.Char.4.11, PPetr.3p.312 (iii B. C.); in later times used specially by Jews, Juv. 3.14, 6.542, cf. Ev.Matt.16.9.    II Boeotian measure, containing nine Attic choenices, i.e. about two gallons, κ. σίτου IG7.2712.65, cf. Stratt.13, Arist.HA629a13, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1497] ὁ, K orb; Ar. Av. 1310; Xen. Hem. 3, 8, 6; Sp.; die Atticisten verwerfen das Wort u. setzen dafür ἄῤῥιχος. – Bei den Böotern ein Maaß für trockene und flüssige Dinge, drei χόες haltend, Strattis bei Poll. 4, 169. – [Nonn. par. 6, 52 braucht ι auch lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κόφῐνος: ὁ, «κοφίνι», κατὰ τοὺς Γραμμ. ἧττον Ἀττ. τοῦ ἄρριχος, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ὄρ. 1310, Ἀποσπ. 129, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 15, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6· κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰουβεν. 3. 14., 6. 542, Κ. Δ.· ἦτο δὲ ὡς φαίνεται μικρότερον τῆς σπυρίδος, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 10, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 25. ΙΙ. Βοιωτικόν τι μέτρον περιέχον 9 Ἀττικὰς χοίνικας δηλ. σχεδὸν 10 λίτρας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 46, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 4, Ἡσύχ. ῑ ἅπαξ παρὰ Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym., pê emprunt.

English (Strong)

of uncertain derivation; a (small) basket: basket.

English (Thayer)

κοφινου, ὁ, a basket, wicker basket (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Basket): Aristophanes av. 1310; Xenophon, mem. 3,8, 6; others.)

Greek Monolingual

ο (Α κόφινος)
μεγάλο καλάθι, κοφίνιοὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)
αρχ.
βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. cophinus) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές αλλά και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. couffin «ζεμπίλι», αγγλ. coffin «φέρετρο», μσν. άνω γερμ. Koffer «κιβώτιο»).
ΠΑΡ. κοφίνι(ον), κοφινώ
αρχ.
κοφινίς, κοφινώδης.
ΣΥΝΘ. κοφινοποιός.