ἀτάσθαλος: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(big3_7) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀτάσθᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[insolente]], [[violento]], [[que trae el mal consigo]] de pers. y personif. ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν <i>Il</i>.22.418, ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας <i>Od</i>.8.166, πατρὸς ἀτασθάλου Hes.<i>Th</i>.164, (Ἔρωτες) ὑβρισταὶ καὶ ἀτασθάλου Anacr.127, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.370), ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ ἀ. Thgn.749, ἄνδρα ... ἔοντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον Hdt.8.109, cf. Alc.76.11, B.18.24, Hdt.9.116, Strato Com.1.38, A.R.1.815, Orph.<i>Fr</i>.83, Luc.<i>Cont</i>.3, Hld.2.16.3, Him.12.28<br /><b class="num">•</b>de sus acciones, palabras, etc. μένος <i>Il</i>.13.634, ὕβρις <i>Od</i>.16.86, Nonn.<i>D</i>.5.478, ἀτάσθαλα μηχανάαται Hes.<i>Op</i>.241, λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Hdt.7.35, πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες Hdt.3.49, cf. 3.80, Theoc.22.131, Arr.<i>An</i>.6.27.4, <i>Ind</i>.13.12<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[violentamente]] ζήλῳ μαργαίνουσαν ἀτάσθαλα Opp.<i>H</i>.3.491, ἀτάσθαλα λωβήσαιτο Orph.<i>Fr</i>.135.3.<br /><b class="num">2</b> de concr. [[criminal]] φάρμακα Orph.<i>L</i>.588, ἔδνον Nonn.<i>D</i>.16.61.<br /><b class="num">3</b> de un caballo [[indómito]] Them.<i>Or</i>.1.13c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Se ha intentado derivarlo de ἄτας θάλλων y de ἄτας *θάλος pero [[ἄτη]] tiene ᾱ, lo cual dificulta la hipótesis. | |dgtxt=(ἀτάσθᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[insolente]], [[violento]], [[que trae el mal consigo]] de pers. y personif. ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν <i>Il</i>.22.418, ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας <i>Od</i>.8.166, πατρὸς ἀτασθάλου Hes.<i>Th</i>.164, (Ἔρωτες) ὑβρισταὶ καὶ ἀτασθάλου Anacr.127, cf. Hp.<i>Ep</i>.17 (p.370), ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ ἀ. Thgn.749, ἄνδρα ... ἔοντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον Hdt.8.109, cf. Alc.76.11, B.18.24, Hdt.9.116, Strato Com.1.38, A.R.1.815, Orph.<i>Fr</i>.83, Luc.<i>Cont</i>.3, Hld.2.16.3, Him.12.28<br /><b class="num">•</b>de sus acciones, palabras, etc. μένος <i>Il</i>.13.634, ὕβρις <i>Od</i>.16.86, Nonn.<i>D</i>.5.478, ἀτάσθαλα μηχανάαται Hes.<i>Op</i>.241, λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Hdt.7.35, πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες Hdt.3.49, cf. 3.80, Theoc.22.131, Arr.<i>An</i>.6.27.4, <i>Ind</i>.13.12<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[violentamente]] ζήλῳ μαργαίνουσαν ἀτάσθαλα Opp.<i>H</i>.3.491, ἀτάσθαλα λωβήσαιτο Orph.<i>Fr</i>.135.3.<br /><b class="num">2</b> de concr. [[criminal]] φάρμακα Orph.<i>L</i>.588, ἔδνον Nonn.<i>D</i>.16.61.<br /><b class="num">3</b> de un caballo [[indómito]] Them.<i>Or</i>.1.13c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Se ha intentado derivarlo de ἄτας θάλλων y de ἄτας *θάλος pero [[ἄτη]] tiene ᾱ, lo cual dificulta la hipótesis. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτάσθαλος]], -ον)<br />[[απρεπής]], [[ακόλαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθάδης]], [[αλαζονικός]], [[ανόσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα [[άποψη]] ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. <i>άτη</i>. Δηλ. [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>άτας</i> (αιτ. πληθ.) <span style="color: red;">+</span> <i>θάλλων</i> «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]]: [[ατάσθαλος]] <span style="color: red;"><</span> <b>γεν.</b> <i>άτας</i> <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[θάλος]], που συνδέεται με γοτθ. <i>dwals</i> «[[μωρός]]». Η [[παρουσία]] όμως μακρού <i>α</i> στο <i>άτη</i> δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η [[μαρτυρία]] της λ. <i>άτη</i> με <i>α</i> βραχύ στον Αρχίλοχο [[είναι]] [[μάλλον]] εσφαλμένη ή [[υστερογενής]] [[διόρθωση]]. Υπάρχει [[ακόμη]] η [[εξίσου]] αμφίβολη [[άποψη]] πως η λ. προέρχεται από <i>άτασθος</i> <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>αλος</i>, με [[μετάθεση]] της δασύτητας [[αντί]] <i>ά</i>-<i>θαρστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>άdhţsta</i>- «[[ακαταμάχητος]], [[ασυναγώνιστος]]»), που συνδέεται με τα [[θάρσος]], [[θρασύς]] κ.ά.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰτ], ον,
A reckless, presumptuous, wicked, of men, ἀνέρα . . ἀ. ὀβριμοεργόν Il.22.418; ἀ. ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, etc.; so in Hdt., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀ. 8.109; ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀ. 9.116, cf. Him.Ecl.13.28, al. 2 of men's acts, words, etc., Τρωσὶν τῶν μένος αἰὲν ἀ. Il.13.634; λίην γὰρ ἀ. ὕβριν ἔχουσιν Od.16.86; ἄνδρες δραῖσιν ἀτάσθαλα Alc.Supp.27.11; λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀ. Hdt.7.35; ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀ. Id.3.80; πρῆγμα ἀ. ποιήσαντες ib.49; ἀ. οὐδὲν ἔρεξας Theoc.22.131.—Ep., Aeol., and Ion. word, used for comic effect by Strato Com.1.38; also in later Prose, Luc.Cont.3, Arr.An.6.27.4, etc.—In EM261.56 also ἀτασθάλεος, ον.
German (Pape)
[Seite 384] (ἄτη), aus Unbesonnenheit od. Uebermuth frevelhaft, ausgelassen, wild, ἀνήρ Od. 8, 166; ὕβρις 16, 86; μένος Il. 13, 634; ἀτάσθαλα μηχανάασθαι Od. 16, 93; sp. D., wie Theocr. 22, 131; Opp. Hal. 3, 491. Selten in Prosa, Her. 3, 49. 9, 116; Arr. An. 6, 27, 9. 7, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάσθᾰλος: [ᾰτ], ον: κακός, μοχθηρός, αὐθάδης, ὑβριστής, ἀνόσιος, ἄφρων, ἀκόλαστος, θρασύς, «ἄτσαλος», ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργὸν Ἰλ. Χ. 418· ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Ὀδ. Θ. 166, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡροδ., ἄνδρα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον 8. 109· ἀνὴρ δεινὸς καὶ ἀτάσθαλος 9. 116. 2) ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων ἢ λόγων, κλ.· Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον Ἰλ. Ν. 634· λίην γὰρ ἀτ. ὕβριν ἔχουσιν Ὀδ. ΙΙ. 86· οὕτω. λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Ἡρόδ. 7. 35· ἔρδειν πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα ὁ αὐτ. 3. 80· πρῆγμα ἀτ. ποιήσαντες αὐτόθι 49. - Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., σπανιωτάτη παρ’ Ἀττ., Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 38· ἀλλ’ εὕρηται παρὰ μεταγ. πεζοῖς, Λουκ. Ἐπισκ. 3, Ἀρρ. Ἀν. 6. 27, 9, κτλ.· - ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 261. 56 ὡσαύτως ἀτασθάλεος, ον. (Πιθαν. συγγενὲς τῇ λέξει, ἄτη, ἂν καὶ ἐναντιοῦται εἰς τοῦτο τὸ ᾰ, ἴδε Γλάδστωνος Ὁμηρ. Μελέτ. 2. 430).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
follement orgueilleux, présomptueux jusqu’à la démence, arrogant.
Étymologie: ἄτη et pê *σθάλ-ος = lat. stol-idus, stul-tus.
English (Autenrieth)
(cf. ἄτη): wicked, wanton, Il. 22.418; mostly of actions, Od. 22.314; esp. in pl., ἀτάσθαλα ῥέζειν, μηχανᾶσθαι, Od. 3.207.
Spanish (DGE)
(ἀτάσθᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 insolente, violento, que trae el mal consigo de pers. y personif. ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν Il.22.418, ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας Od.8.166, πατρὸς ἀτασθάλου Hes.Th.164, (Ἔρωτες) ὑβρισταὶ καὶ ἀτασθάλου Anacr.127, cf. Hp.Ep.17 (p.370), ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀ. Thgn.749, ἄνδρα ... ἔοντα ἀνόσιόν τε καὶ ἀτάσθαλον Hdt.8.109, cf. Alc.76.11, B.18.24, Hdt.9.116, Strato Com.1.38, A.R.1.815, Orph.Fr.83, Luc.Cont.3, Hld.2.16.3, Him.12.28
•de sus acciones, palabras, etc. μένος Il.13.634, ὕβρις Od.16.86, Nonn.D.5.478, ἀτάσθαλα μηχανάαται Hes.Op.241, λέγειν βάρβαρά τε καὶ ἀτάσθαλα Hdt.7.35, πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες Hdt.3.49, cf. 3.80, Theoc.22.131, Arr.An.6.27.4, Ind.13.12
•neutr. plu. como adv. violentamente ζήλῳ μαργαίνουσαν ἀτάσθαλα Opp.H.3.491, ἀτάσθαλα λωβήσαιτο Orph.Fr.135.3.
2 de concr. criminal φάρμακα Orph.L.588, ἔδνον Nonn.D.16.61.
3 de un caballo indómito Them.Or.1.13c.
• Etimología: Etim. desc. Se ha intentado derivarlo de ἄτας θάλλων y de ἄτας *θάλος pero ἄτη tiene ᾱ, lo cual dificulta la hipótesis.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτάσθαλος, -ον)
απρεπής, ακόλαστος
αρχ.
αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν οι συμφορές», ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση: ατάσθαλος < γεν. άτας + επίθ. θάλος, που συνδέεται με γοτθ. dwals «μωρός». Η παρουσία όμως μακρού α στο άτη δεν δικαιολογεί μια τέτοια ετυμολόγηση, ενώ η μαρτυρία της λ. άτη με α βραχύ στον Αρχίλοχο είναι μάλλον εσφαλμένη ή υστερογενής διόρθωση. Υπάρχει ακόμη η εξίσου αμφίβολη άποψη πως η λ. προέρχεται από άτασθος + (κατάλ.) -αλος, με μετάθεση της δασύτητας αντί ά-θαρστος (πρβλ. αρχ. ινδ. άdhţsta- «ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος»), που συνδέεται με τα θάρσος, θρασύς κ.ά.].