εὐχάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(T22)
(15)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐυχαριστον (εὖ and [[χαρίζομαι]]), [[mindful]] of favors, [[grateful]], [[thankful]]: to God, [[Xenophon]], Cyril 8,3, 49; [[Plutarch]]; others); [[pleasing]], [[agreeable]] (cf. English [[grateful]] in its [[secondary]] [[sense]]): εὐχάριστοι λόγοι, [[pleasant]] [[conversation]], [[Xenophon]], Cyril 2,2, 1; [[acceptable]] to others, [[winning]]: [[γυνή]] [[εὐχάριστος]] ἐγείρει [[ἀνδρί]] [[δόξαν]], [[liberal]], [[beneficent]], Diodorus 18,28.
|txtha=ἐυχαριστον (εὖ and [[χαρίζομαι]]), [[mindful]] of favors, [[grateful]], [[thankful]]: to God, [[Xenophon]], Cyril 8,3, 49; [[Plutarch]]; others); [[pleasing]], [[agreeable]] (cf. English [[grateful]] in its [[secondary]] [[sense]]): εὐχάριστοι λόγοι, [[pleasant]] [[conversation]], [[Xenophon]], Cyril 2,2, 1; [[acceptable]] to others, [[winning]]: [[γυνή]] [[εὐχάριστος]] ἐγείρει [[ἀνδρί]] [[δόξαν]], [[liberal]], [[beneficent]], Diodorus 18,28.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐχάριστος]], -ον)<br />(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[χάρη]], ο [[θελκτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[ευφροσύνη]], [[τέρψη]]<br />(«οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ [[εὐχάριστος]] καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευχαριστημένος]], ικανοποιημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐχάριστον</i><br />η αγαθή [[διάθεση]], η καλή [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]]<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τών Πτολεμαίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα<br />β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η [[αγαθοεργός]] [[διάθεση]] της ψυχής, η ευεργετική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> [[ευγνώμων]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευχαρίστως</i> και <i>ευχάριστα</i> (ΑΜ εὐχαρίστως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[προθυμία]], με [[χαρά]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ευγνωμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο ευχάριστο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐχαρίστως τελευτῶ» — [[πεθαίνω]] [[μέσα]] σε [[ευδαιμονία]], [[πεθαίνω]] ευτυχισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>χάριστος</i>, <i>δυσ</i>-<i>χάριστος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχᾰριστος Medium diacritics: εὐχάριστος Low diacritics: ευχάριστος Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eucháristos Transliteration B: eucharistos Transliteration C: efcharistos Beta Code: eu)xa/ristos

English (LSJ)

ον,

   A agreeable, τινι τέχνη X.Oec.5.10 (Comp.); λόγοι Id.Cyr.2.2.1 (Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. -τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.    II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 (Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90; ἀποδιδόναι Ph.1.520; τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f.    III beneficent, θεοί UPZ41.13 (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 (Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (-ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. (ἰσχυρότατος cj. Cohn).

German (Pape)

[Seite 1108] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάριστος: -ον, (χάρις, χαρίζομαι) = εὔχαρις, ὡς καὶ νῦν, πλήρης χάριτος, θελκτικός, Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, εὐάρεστος, γλαφυρός, λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. εὐγνώμων, Λατ. gratus, αὐτόθι 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. ἀγαθοεργός, εὐεργετικὴ διάθεσις, τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 agréable;
2 reconnaissant;
Cp. εὐχαριστότερος, Sp. εὐχαριστότατος.
Étymologie: εὖ, χαρίζομαι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of χαρίζομαι; well favored, i.e. (by implication) grateful: thankful.

English (Thayer)

ἐυχαριστον (εὖ and χαρίζομαι), mindful of favors, grateful, thankful: to God, Xenophon, Cyril 8,3, 49; Plutarch; others); pleasing, agreeable (cf. English grateful in its secondary sense): εὐχάριστοι λόγοι, pleasant conversation, Xenophon, Cyril 2,2, 1; acceptable to others, winning: γυνή εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρί δόξαν, liberal, beneficent, Diodorus 18,28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)
(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)
1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός
2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη
(«οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)
μσν.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστον
η αγαθή διάθεση, η καλή διάθεση
αρχ.
1. αγαθοεργός, ευεργετικός
2. τίτλος τών Πτολεμαίων
3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα
β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση της ψυχής, η ευεργετική διάθεση
4. ευγνώμων.
επίρρ...
ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)
νεοελλ.
με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
με ευγνωμοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο ευχάριστο
2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. α-χάριστος, δυσ-χάριστος].