φρυάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(T22)
(45)
Line 7: Line 7:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist 3rd [[person]] plural ἐφρύαξαν; ([[everywhere]] in [[secular]] authors and [[also]] in Macc. as a deponent [[middle]] [[φρυάσσομαι]] (Winer s Grammar, 24)); to [[neigh]], [[stamp]] the [[ground]], [[prance]], [[snort]]; to be [[high-spirited]]: [[properly]], of horses (Anthol. 5,202, 4; [[Callimachus]] (260 B.C.>) lav. Pallad. [[verse]] 2); of men, to [[take]] on [[lofty]] [[airs]], [[behave]] [[arrogantly]] (Anthol., Diodorus, [[Plutarch]], others; (cf. Wetstein on Acts as [[below]])); [[active]] for רָגַשׁ, to be [[tumultuous]], to [[rage]], Psalm 2:1.
|txtha=1st aorist 3rd [[person]] plural ἐφρύαξαν; ([[everywhere]] in [[secular]] authors and [[also]] in Macc. as a deponent [[middle]] [[φρυάσσομαι]] (Winer s Grammar, 24)); to [[neigh]], [[stamp]] the [[ground]], [[prance]], [[snort]]; to be [[high-spirited]]: [[properly]], of horses (Anthol. 5,202, 4; [[Callimachus]] (260 B.C.>) lav. Pallad. [[verse]] 2); of men, to [[take]] on [[lofty]] [[airs]], [[behave]] [[arrogantly]] (Anthol., Diodorus, [[Plutarch]], others; (cf. Wetstein on Acts as [[below]])); [[active]] for רָגַשׁ, to be [[tumultuous]], to [[rage]], Psalm 2:1.
}}
{{grml
|mltxt=και φρυάττω ΝΜΑ, και [[φρυάζω]] Ν<br />(μσν.-αρχ. και μέσ. [[φρυάσσομαι]] και <i>φρυάττομαι</i>) (για [[άλογο]]) [[φριμάζω]], [[φρουμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) καταλαμβάνομαι από μανιώδη [[οργή]] («φρύαξε από το [[κακό]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) (<b>για πρόσ.</b>) [[περηφανεύομαι]], [[κομπάζω]] («μὴ [[μάτην]] μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν<br />οὕτω Μένανδρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> και το [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. [[φριμάσσομαι]]). Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- <i>της</i> ρίζας <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. [[φρυάσσομαι]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[φριμάσσομαι]], κατ' [[επίδραση]] της λ. [[ῥύαξ]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

d’ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s’élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l’homme avoir une attitude ou un ton d’arrogance, s’enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d’explication satisfaisante.

English (Strong)

akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer s Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.

Greek Monolingual

και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.