πλησμονή: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(33) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[τροφή]]) [[κορεσμός]], [[χόρτασμα]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]], πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («υπήρξε [[πλησμονή]] σφαγίων το [[Πάσχα]] στην [[αγορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />τέλεια [[πλήρωση]], [[γέμισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλησ</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλ</i>-<i>ημι</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>μων</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πη</i>-[[μονή]]: [[πῆμα]], <i>φλεγ</i>-[[μονή]]: [[φλέγμα]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[τροφή]]) [[κορεσμός]], [[χόρτασμα]]<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]], πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («υπήρξε [[πλησμονή]] σφαγίων το [[Πάσχα]] στην [[αγορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />τέλεια [[πλήρωση]], [[γέμισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλησ</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλ</i>-<i>ημι</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μονή]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>μων</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πη</i>-[[μονή]]: [[πῆμα]], <i>φλεγ</i>-[[μονή]]: [[φλέγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλησμονή:''' ἡ (πίμ-πλημι), [[γέμισμα]], [[πλήρωση]] ή [[ικανοποίηση]], η [[κατάσταση]] του κορεσμού, [[ιδίως]] λέγεται για το [[φαγητό]], [[πλήρωση]] του στομάχου, [[κορεσμός]], [[κόρος]], σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., [[τῶν]] ἄλλων ἐστι [[πλησμονή]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R.571e, Smp.186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4; οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40, cf. Phld.Mus.p.62K.; ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211; ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr.895; ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3: c. gen., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl.189, cf. Isoc.1.20; π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62; τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R.586d, etc.; also π. περί τι Id.Lg.837c; π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33. II abundance, LXXPr.3.10, Gp.1.10.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Anfüllung, Fülle, Ueberfluß, Sättigung; Ar. Plut. 189; im plur., Eur. Troad. 1211; in Prosa: πλησμονὴ γίγνοιτο τῆς συνουσίας, Plat. Couv. 141 c, u. öfter; Gegensatz ἔνδεια, Rep. IX, 571 e, κένωσις, Conv. 186 c; ἁπάντων, Isocr. 1, 20; τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾷν, 1, 46; Xen. Mem. 3, 11, 14 u. öfter, u. Sp., bes. von Uebersättigung mit Speise, Pol. 2, 19, 4; ἡ ἀπό τινος πλ., Luc. Nigr. 33.
Greek (Liddell-Scott)
πλησμονή: ἡ, (πίμπλημι) ὡς καὶ νῦν, ἐντελὴς πλήρωσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδεια, κένωσις, Πλάτ. Πολ. 571Ε, Συμπ. 186C· μάλιστα ἐπὶ τροφῆς, ἔμπλησις, χορτασμός, κόρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244· οὔτε πλ. οὔτε μέθη Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40, κτλ.· ἐς πλησμονὰς Εὐρ. Τρῳ. 1211· ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ’ οὔ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 887· ― μετὰ γεν., τῶν μὲν γὰρ ἄλλων πάντων ἐστὶ πλ. Ἀριστοφ. Πλ. 189, πρβλ. Ἰσοκρ. 6Β· πλ. ὑγροῦ Ἱππ. Ἀφ. 1260· τιμῆς τε καὶ νίκης Πλάτ. Πολ. 586C, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837C· πλ. ἀπό τινος Λουκ. Νιγρ. 33. ΙΙ. ἀφθονία, πλῆθος, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 10), Γεωπ. 1. 10, 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
plénitude, rassasiement, satiété.
Étymologie: πλήθω.
English (Strong)
from a presumed derivative of πλήθω; a filling up, i.e. (figuratively) gratification: satisfying.
English (Thayer)
πλησμονῆς, ἡ (πίμπλημι (cf. Winer s Grammar, 94 (89))), repletion, satiety (Vulg. saturitas): πρός πλησμονήν σαρκός, for the satisfying of the flesh, to satiate the desires of the flesh (see σάρξ, 4), R. V.) render the phrase against (i. e. for the remedy of) the indulgence of the flesh; see Lightfoot at the passage, and πρός. I:1c.). (Aristophanes, Euripides, Xenophon, Plato, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα
2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά»)
αρχ.
τέλεια πλήρωση, γέμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- του πίμ-πλ-ημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + κατάλ. -μονή (< -μων), πρβλ. πη-μονή: πῆμα, φλεγ-μονή: φλέγμα.
Greek Monotonic
πλησμονή: ἡ (πίμ-πλημι), γέμισμα, πλήρωση ή ικανοποίηση, η κατάσταση του κορεσμού, ιδίως λέγεται για το φαγητό, πλήρωση του στομάχου, κορεσμός, κόρος, σε Ευρ., Ξεν.· με γεν., τῶν ἄλλων ἐστι πλησμονή, σε Αριστοφ.