στίλβω: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(38) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[γυαλίζω]] (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... [[φλόγα]]», Βάκχ.<br />γ. «στήθεα... στίλβοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] στιλπνό («στίλβει [[πρόσωπον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αστραφτερός]], [[ωραίος]] («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῡδ' ὅ, τι τοῡτο στίλβει κατὰ γῆν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. <i>στίλδω</i> και με σημ. «[[αστραφτερός]], [[λαμπερός]]» χρησιμοποιείται το επίθ. <i>στιλπ</i>-<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Η [[εναλλαγή]] ηχηρού συμφώνου -<i>β</i>- και άηχου -<i>π</i>- στα [[στίλβω]] και [[στιλπνός]], αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.]. | |mltxt=ΝΑ<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[γυαλίζω]] (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... [[φλόγα]]», Βάκχ.<br />γ. «στήθεα... στίλβοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] στιλπνό («στίλβει [[πρόσωπον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αστραφτερός]], [[ωραίος]] («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῡδ' ὅ, τι τοῡτο στίλβει κατὰ γῆν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. <i>στίλδω</i> και με σημ. «[[αστραφτερός]], [[λαμπερός]]» χρησιμοποιείται το επίθ. <i>στιλπ</i>-<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Η [[εναλλαγή]] ηχηρού συμφώνου -<i>β</i>- και άηχου -<i>π</i>- στα [[στίλβω]] και [[στιλπνός]], αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στίλβω:''' [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[λάμπω]], [[γυαλίζω]], [[απαστράπτω]], [[ακτινοβολώ]], σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[στίλβω]] ἀστραπάς, [[εξακοντίζω]] αστραπές, [[αστράφτω]], σε Ευρ.· μεταφ., [[λάμπω]], είμαι [[λαμπρός]], [[ανοιχτόχρωμος]], [[αστραφτερός]], [[ακτινοβόλος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
chiefly pres. and impf.: aor.
A ἔστιλψα Charito 2.2, Aristaenet.1.25:—glitter, gleam, of polished or bright surfaces, χιτῶνας . . ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237; λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι beam from him, h.Hom.31.11; ὀμμάτων στίλβειν ἄτο . . φλόγα B.17.55; σ. ὅπλοις E.Andr.1146; ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359; σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ar.Av.697; σ. ἄνθει . . ἐπωμίδας Achae.4.3; σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Pl.Phd.110d, cf. Thphr. Sens.77; ἱμάτια στίλβοντα Ev.Marc.9.3: abs., of gold, Pl.Ti.59b; of sleek horses, σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.Rh.618; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, Arist.Mete.370a18; of the white gleam on the eye, Id.HA561a32, Gal.16.610; ὁρᾶν τῷ στίλβοντι Thphr.Sens.26; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. στίλβων), twinkle, Arist.APo.78a30, Cael.290a18: c.acc. cogn., σ. ἀστραπάς flash lightning, E.Or.480: metaph., σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.A.1115. 2 metaph., shine, be bright, E.Hipp.194 (anap.). II trans.,= στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84 (v.l. for στιλβοῖ) ; στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet. l.c.
German (Pape)
[Seite 943] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων, Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβω: ἐν χρήσει κυρίως ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάμβδα, δηλ. τὸ γράμμα λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, ἀπαστράπτω, ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. στίλβων), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, ἐξακοντίζω ἀστρ., ἀστράπτω, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., λάμπω, εἶμαι λαμπρός, Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = στιλπνόω, στίλβειν τὸ πρόσωπον Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao. réc. ἔστιλψα;
briller, resplendir ; fig. briller de beauté, de grâce, de force.
Étymologie: R. Στελπ, briller ; apparenté à στεροπή, ἀστράπτω.
English (Autenrieth)
(cf. στεροπή): only part., glistening, glittering; ἐλαίῳ, Il. 18.596; fig., κάλλεϊ, etc., Il. 3.392, Od. 6.237.
English (Strong)
apparently a primary verb; to gleam, i.e. flash intensely: shining.
English (Thayer)
to shine, glisten: of garments (as in Homer, Iliad 3,392; 18,596; cf. Plato, Phaedo 59, p. 110d.), Mark 9:3.
Greek Monolingual
ΝΑ
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.
β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ.
γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.)
2. μτφ. είμαι αστραφτερός, ωραίος («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῡδ' ὅ, τι τοῡτο στίλβει κατὰ γῆν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. στίλδω και με σημ. «αστραφτερός, λαμπερός» χρησιμοποιείται το επίθ. στιλπ-νός (πρβλ. τερπ-νός). Η εναλλαγή ηχηρού συμφώνου -β- και άηχου -π- στα στίλβω και στιλπνός, αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.].
Greek Monotonic
στίλβω: κυρίως σε ενεστ. και παρατ., λάμπω, γυαλίζω, απαστράπτω, ακτινοβολώ, σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., στίλβω ἀστραπάς, εξακοντίζω αστραπές, αστράφτω, σε Ευρ.· μεταφ., λάμπω, είμαι λαμπρός, ανοιχτόχρωμος, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στον ίδ.