εὐτράπελος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτράπελος:''' -ον ([[τρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, [[λόγος]] εὐτρ., [[επιδέξιος]], δεξιοτεχνικός, [[αριστοτεχνικός]], [[απολογητικός]] [[λόγος]], [[απολογία]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-λως</i>, με [[επιδεξιότητα]], [[χωρίς]] [[αδεξιότητα]] ή [[δυσκολία]], σε Θουκ. <b>2. α)</b> [[έτοιμος]] προς [[απάντηση]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], Λατ. lepitus, σε Αριστ. <b>β)</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], [[αισχρός]], [[πρόστυχος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], ανέντιμος, [[κακοήθης]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''εὐτράπελος:''' -ον ([[τρέπω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, [[λόγος]] εὐτρ., [[επιδέξιος]], δεξιοτεχνικός, [[αριστοτεχνικός]], [[απολογητικός]] [[λόγος]], [[απολογία]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-λως</i>, με [[επιδεξιότητα]], [[χωρίς]] [[αδεξιότητα]] ή [[δυσκολία]], σε Θουκ. <b>2. α)</b> [[έτοιμος]] προς [[απάντηση]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], Λατ. lepitus, σε Αριστ. <b>β)</b> με αρνητική [[σημασία]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], [[αισχρός]], [[πρόστυχος]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]], ανέντιμος, [[κακοήθης]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτράπελος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> ловкий, изворотливый ([[λόγος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> остроумный, тонкий (ἐν ταῖς διαγωγαῖς Arst.; εὐ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> насмешливый (εὐ. καὶ σκώπτειν δυνάμενος Isocr.);<br /><b class="num">4)</b> нелепый, вздорный Plut.;<br /><b class="num">5)</b> хитрый, плутоватый (κέρδη Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελος Medium diacritics: εὐτράπελος Low diacritics: ευτράπελος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: eutrápelos Transliteration B: eutrapelos Transliteration C: eftrapelos Beta Code: eu)tra/pelos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A easily turning or changing, of the Athenians, Ael.VH5.13; nimble, of apes, Id.NA5.26; in earlier Gr. always metaph., λόγος εὐ. a dexterous, ready plea, Ar.V.469 (lyr.). Adv. -λως dexterously, readily, without awkwardness, Th.2.41.    2 of persons, ready with an answer or repartee, witty, Arist.EN1108a24, 1128a10; εὐ. παρὰ τὰς συνουσίας Plb.23.5.7; τίτθη εὐ. Jul.Or.7.227a: Sup., Plb.9.23.3.    b in bad sense, jesting, ribald, Isoc.7.49; εὐτράπελόν ἐστι c. acc. et inf., it is ludicrous that... Plu.2.1062b.    3 tricky, dishonest, v.l. in Pi.P.4.105; εὐ. κέρδη time-serving arts, of flatterers, ib.1.92.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπελος: -ον, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, ἀγχίστροφος, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ λόγος εὐτρ., δεξιός, ἕτοιμος λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, ἄνευ σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, ὀξύς, ζωηρός, Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 (ἔνθαεὐτραπελία εἶναι μέση μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7˙ ἀλλά, β) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολόχος, σκωπτικός, φλύαρος, ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. εὐτραπελία ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4˙ εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) δόλιος, πανοῦργος, ἔπος εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, αὐτόθι 1. 178.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui se tourne facilement :
I. souple, agile;
II. fig. 1 versatile;
2 souple d’esprit ; prompt aux réparties, d’humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; en mauv. part moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l’inf. PLUT c’est une moquerie de….
Étymologie: εὖ, τρέπω.

English (Slater)

εὐτράπελος, v. l. (P. 1.92), (P. 4.105) v. ἐντράπελος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος
2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)
νεοελλ.
1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)
2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελο
η φαιδρότητα, η γελοιότητα
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελον
η ευτραπελία
2. ευκίνητος, επιδέξιος
αρχ.
1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος
2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός
3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός
4. δόλιος, πανούργος
5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεως
β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).
επίρρ...
εὐτραπέλως (Α)
επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).
ΠΑΡ. ευτραπελία
αρχ.
ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].

Greek Monotonic

εὐτράπελος: -ον (τρέπω),·
1. αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, λόγος εὐτρ., επιδέξιος, δεξιοτεχνικός, αριστοτεχνικός, απολογητικός λόγος, απολογία, σε Αριστοφ.· επίρρ. -λως, με επιδεξιότητα, χωρίς αδεξιότητα ή δυσκολία, σε Θουκ. 2. α) έτοιμος προς απάντηση, ευφυής, πνευματώδης, Λατ. lepitus, σε Αριστ. β) με αρνητική σημασία, σκωπτικός, φλύαρος, αισχρός, πρόστυχος, σε Ισοκρ.
3. πανούργος, δόλιος, ανέντιμος, κακοήθης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπελος: (ᾰ)
1) ловкий, изворотливый (λόγος Arph.);
2) остроумный, тонкий (ἐν ταῖς διαγωγαῖς Arst.; εὐ. καὶ φιλάνθρωπος Polyb.);
3) насмешливый (εὐ. καὶ σκώπτειν δυνάμενος Isocr.);
4) нелепый, вздорный Plut.;
5) хитрый, плутоватый (κέρδη Pind.).