ἐρέφω: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρέφω:''' μέλ. <i>ἐρέψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤρεψα]], Επικ. [[ἔρεψα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[καλύπτω]] με [[στέγη]], <i>ἔρεψαν ὄροφον</i>, έφτιαξαν [[στέγη]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θάλαμον]] ἐρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]], [[ανακηρύσσω]], σε Σοφ. — Μέσ., στεφανώνομαι, αυτοανακηρύσσομαι, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐρέφω:''' μέλ. <i>ἐρέψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤρεψα]], Επικ. [[ἔρεψα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[καλύπτω]] με [[στέγη]], <i>ἔρεψαν ὄροφον</i>, έφτιαξαν [[στέγη]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θάλαμον]] ἐρ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]], [[ανακηρύσσω]], σε Σοφ. — Μέσ., στεφανώνομαι, αυτοανακηρύσσομαι, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρέφω:''' (fut. ἐρέψω и ἐρέψομαι, aor. [[ἤρεψα]] - эп. [[ἔρεψα]] и ἐρεψάμην)<br /><b class="num">1)</b> крыть, покрывать кровлей (τὰς οἰκίας Arph.; ξύλοις οἰκίαν Dem., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (в виде крыши) класть ([[καθύπερθεν]] ὄροφον Hom.);<br /><b class="num">3)</b> покрывать: λάχναι [[γένειον]] ἔρεφον (impf. = [[ἤρεφον]]) Pind. подбородок покрылся пушком;<br /><b class="num">4)</b> увенчивать, украшать (ναόν Pind.; κρατήρων [[κρᾶτα]] Soph.); med. увенчивать себя (κισσῷ Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
impf.
A ἤρεφον Ar.Fr.73, poet. ἔρ- Pi.O.1.68, also ἐρέπτω (q.v.) : fut. ἐρέψω Ar.Av.1110 : aor. 1 ἤρεψα D.19.265 (nowhere else in Att. Prose), Ep. and Lyr. ἔρεψα Hom., Pi.O.13.32:—Med., fut. ἐρέψομαι E.Ba.323 : aor. 1 ἠρεψάμην A.R.2.159, etc., (κατ-) Ar.V. 1294:—Pass., Corn.ND17 : pf. ἤρεπται Philostr.VA1.25 : (cf. ὄροφος, ἐρέπτω):—cover with a roof, καθύπερθεν ἔρεψαν..ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, i.e. they thatched [the hut] with reeds Il.24.450, cf. Od.23.193 ; τὰς..οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν Ar.Av.1110, cf.Fr.73 ; ἤρεψε τὴν οἰκίαν ξύλοις D.l.c.:—Pass., τὰ βασίλεια χαλκῷ ἤρεπται Philostr.l.c. 2 cover with a crown, crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων Pi.O.13.32 ; [κρατήρων] κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς S.OC 473:—Med., crown oneself, κισσῷ E.Ba.323 ; στεφάνῳ κόμαν B.8.24 ; δάφνῃ μέτωπα one's forehead, A.R.2.159:—Pass., στεφάνοισι χαίταν ἐρεφθείς B.12.70. 3 wreathe as with garlands, ναὸν κρανίοις Pi.I. 4(3).54 : generally, cover, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Id.O.1.68.
German (Pape)
[Seite 1026] überdachen, mit einem Dache versehen, καθύπερθεν ἔρεψαν (κλισίην) Il. 24, 450; θάλαμον Od. 23, 193 (εἴποτέ τοι ἐπὶ νηὸν ἔρεψα s. unter ἐπερέφω); τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν Ar. Av 1110; ναόν Pind. I. 3, 72; ἤρεψε τὴν οἰκίαν τοῖς ἐκ Μακεδονίας δοθεῖσι ξύλοις Dem. 19, 265. Uebertr., λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pind. Ol. 1, 68; umkränzen, schmücken, zieren, κρατῆρες, ὧν κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς Soph. O. C. 473; νῆα ἀσπίσι Ap. Rh. 2, 1076. – Med. sich u mkränzen, schmücken, κισσῷ ἐρεψόμεσθα Eur. Bacch. 323; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 159; ἐρεψάμενος Opp. C. 4, 200.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέφω: παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν ὄροφος· πρβλ. ἐρέπτω καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄρφνη). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε ἐπερέφω)· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε ἀετός ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς ἀέτωμα» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καλύπτω διὰ στεφάνου, στέφω, ἐπιστέφω, Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., στέφω ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ καθύπερθε μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. ἐρέπτω. 3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): καθόλου, καλύπτω, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤρεφον, f. ἐρέψω, ao. ἤρεψα, pf. inus.
1 couvrir d’un toit, d’un abri;
2 fig. entourer de guirlandes, couronner.
Étymologie: DELG rad. ancien mais sans rapprochements.
English (Autenrieth)
aor. ἔρεψα: roof over, Il. 24.450, Od. 23.193; specific for generic, ‘built,’ Il. 1.39.
English (Slater)
ἐρέφω (ἐρέφοντ(α): impf. ἤρεφε, ἔρεφον: aor. ἔρεψαν.)
a lit. cover, roof with c. acc. & dat. κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον) σχέθοι (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.54)
b cover ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (O. 1.68) and so crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.32) βοτάνα τέ νιν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (Hermann: ἔρεψε codd.) (N. 6.43)
Greek Monolingual
ἐρέφω και ἐρέπτω (Α)
1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι
3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.)
4. καλύπτω, σκέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέφω, εμφανίζει επίθημα -ye / -yo (πρβλ. είρω Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. hirnireba «κρανίο, κάλυμμα εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. rippa, rippi, αρχ. αγγλ. ribb, αρχ. ισλ. rif «πλευρά»— ανάγεται δε σε ΙE rebh-io- «καλύπτω από πάνω». Η ετεροιωμένη βαθμίδα του εμφανίζεται στο παράγωγο όροφος, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή σύνθετα ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. ερέφω ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -ερεφής (πιθ. < έρεφος < ερέφω) και -ηρεφής.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αρχ. αμφιρεφής, ανηρεφής, διηρεφής, επηρεφής, κατηρεφής, κισσηρεφής, νυκτηρεφής, πετρηρεφής, συγκατηρεφής, συνηρεφής, υψερεφής, υψηρεφής].
Greek Monotonic
ἐρέφω: μέλ. ἐρέψω, αόρ. αʹ ἤρεψα, Επικ. ἔρεψα·
1. καλύπτω με στέγη, ἔρεψαν ὄροφον, έφτιαξαν στέγη, σε Ομήρ. Ιλ.· θάλαμον ἐρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. καλύπτω με στεφάνι, στεφανώνω, ανακηρύσσω, σε Σοφ. — Μέσ., στεφανώνομαι, αυτοανακηρύσσομαι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέφω: (fut. ἐρέψω и ἐρέψομαι, aor. ἤρεψα - эп. ἔρεψα и ἐρεψάμην)
1) крыть, покрывать кровлей (τὰς οἰκίας Arph.; ξύλοις οἰκίαν Dem., Plut.);
2) (в виде крыши) класть (καθύπερθεν ὄροφον Hom.);
3) покрывать: λάχναι γένειον ἔρεφον (impf. = ἤρεφον) Pind. подбородок покрылся пушком;
4) увенчивать, украшать (ναόν Pind.; κρατήρων κρᾶτα Soph.); med. увенчивать себя (κισσῷ Eur.).