Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφάνω: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλφάνω:''' (√<i>ΑΛΦ</i>)· αόρ. βʹ [[ἦλφον]], ευκτ. <i>ἄλφοιμι</i>· [[φέρνω]], [[βρίσκω]], κομίζομαι, [[αποκτώ]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>φθόνον ἀλφάνειν</i>, [[υφίσταμαι]] ζήλια, φθόνο, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀλφάνω:''' (√<i>ΑΛΦ</i>)· αόρ. βʹ [[ἦλφον]], ευκτ. <i>ἄλφοιμι</i>· [[φέρνω]], [[βρίσκω]], κομίζομαι, [[αποκτώ]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>φθόνον ἀλφάνειν</i>, [[υφίσταμαι]] ζήλια, φθόνο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφάνω:''' (φᾰ) (aor. [[ἦλφον]], opt. [[ἄλφοιμι]])<br /><b class="num">1)</b> добывать; доставлять, приносить (τί τινι Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> навлекать на себя (φθόνον πρὸς ἀστῶν Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφάνω Medium diacritics: ἀλφάνω Low diacritics: αλφάνω Capitals: ΑΛΦΑΝΩ
Transliteration A: alphánō Transliteration B: alphanō Transliteration C: alfano Beta Code: a)lfa/nw

English (LSJ)

[ᾰν] (ἀλφαίνω EM72.39, Aët.13.133), Hom. only in aor. 2 ἦλφον, cf. IG1.53a15, Plu.2.668c: pres., E.Med.297, Fr.326 (no-where else in Trag.), Ar.Fr.324, Eup.258, Men.362:—

   A bring in, yield, fetch, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι Od.17.250; ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι 15.452, cf. 20.383; ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον Il.21.79; ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μίσθωσιν τὸ τέμενος IG l.c., cf. Plu. l.c.: metaph., φθόνον ἀλφάνειν to incur envy, E.Med.297.    II = ἐναλλάσσω, change, Aët. l.c. (cf. Skt. arghás 'price').

German (Pape)

[Seite 111] VLL. auch ἀλφαίνω, erkl. εὑρίσκω, Hom. nur aor. 2, viermal, Iliad. 21, 79 ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, brachte ich dir ein; Od. 15, 453 ὁ δ' ὕμιν μυρίον ὦνον ἄλφοι; 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; 20, 383 τοὺς ξείνους ἐν νηὶ πολυκλήιδι βαλόντες ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι, der sing. auffallend, die Verse 381 – 383 sind unächt, das ἄλφοι war formelhaft geworden u. ward vom Nachdichter unpassend gebraucht, intransit. = einkommen möchte, oder mit Bezug auf den einen der ξεῖνοι, welcher zu der Rede Anlaß gab. – Praes. Eur. Med. 297 φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι, sich zuziehen; frgmtt. comicc. bei Suid.; Arist. frg. εἶπέν μ' ὁ κήρυξ, οὗτος ἀλφάνει heißt wohl: der hat es erstanden; B. A. 382 erkl. εὑρίσκειν u. führt aus Eupol. an ἀποκηρύξει τις ὅ τι ἂν ἀλφάνῃ, quovis pretio.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφάνω: [ᾰν], ὡσαύτως (ἀναφέρεται ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 72. 39) ἀλφαίνω: ἀόρ. ἦλφον, εὐκτ. ἄλφοιμι: ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μὸνον τὸν ἀόρ. ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Μήδ. 298 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 308, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 12, Μένανδρ. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 3. Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. 2. 668C) = φέρω, εὑρίσκω, κομίζομαι, κτῶμαι, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι, Ὀδ. Ρ. 250· ὁ δ’ ὑμῖν μύριον ὦνον ἄλφοι, Ο. 452· πρβλ. Υ. 383· ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον, Ἰλ. Φ. 79: - μεταφ., φθόνον ἀλφάνειν, ἐπισπᾶσθαι τὸν φθόνον, Εὐρ. ἔνθ’ ἄνωτ. (ἐκ τῆς √ΑΛΦ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξ. ἀλφή, ἀλφηστής, ἀλφεσίβοιος, κτλ.: πρβλ. Σανσκρ. rabh (desiderare, κτλ.,) sam-rabh (compotem esse)· Λατ. labor, κτλ. Γοτθ. arbaiths (κόπος), arbaidjan (κοπιᾶν)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. arabeit (arbeit), κτλ.· ὥστε ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται νὰ εἶναι ἡ τοῦ κόπου, κτᾶσθαι διὰ τοῦ κόπου· πρβλ. ἀλφηστής).

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἦλφον;
gagner, obtenir ; procurer : τινί τι qch à qqn ; φθόνον ἀλφάνειν EUR exciter l’envie.
Étymologie: R. Ἀλφ chercher à se procurer ; cf. lat. labor.

English (Autenrieth)

only aor. ἦλφον, opt. ἄλφοι, 3 pl. ἄλφοιν, Od. 20.383: yield, bring; μῦρίον ὦνον, ‘an immense price,’ Od. 15.453, cf. Il. 21.79.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 producir, valer esp. de un rescate c. ac. y dat. ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον te produje el valor de cien bueyes, Il.21.19, de la venta de un esclavo ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι para que me valga mucho ganado o cereal, Od.17.250, (παῖς) ὁ δ' ὑμῖν μυρίον ὦνον ἄλφοι os produciría (la venta de un esclavo) una ganancia incalculable, Od.15.453, cf. κέ τοι ἄξιον ἄλφοι Od.20.383
sólo c. ac. en el grito del rematador en la subasta de esclavos τί ἀλφάνει; ¿cuánto vale?, ¿qué oferta hay? Ar.Fr.318, cf. Eup.258
costar, pagarse por (τιμή) ὅσην οὐκ ἂν ἑκατόμβη ... ἄλφοι Plu.2.668c
sent. dud. ἣν δῆλον οὔτι νυμφίος τε ἀλφάνει Men.Fr.302
de alquileres ὁπόσην δ' ἂν ἄλφɛ̄ι μίσθοσιν τὸ τέμενος IG 12.94.15 (V a.C.).
2 ganar οὐδὲν ἀλφάνουσ' ἔτι nada ganan ya E.Fr.326.2
fig. φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι se ganan la envidia de sus conciudadanos E.Med.297.
3 hallar Hsch.

• Etimología: Deriv. de la r. *algh- < *H2elgh- / H2olgh- ‘conseguir’, ‘ganar’ que se encuentra en ai. arhati ‘ganar’, arghás ‘valor’, ‘precio’, lituan. algà ‘jornal’, ‘salario’; dentro del gr., ἀλφή ‘ganancia’, ἀλφεσίβοιος ‘cuyo precio es de muchos bueyes’.

Greek Monolingual

ἀλφάνω (Α)
1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω
2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω
3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. της Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ. απαντά και ως ἀλφαίνω. Η κυριολεκτική σημασία του ρήματος είναι «προμηθεύω, παρέχω, κερδίζω». Στον Αέτιο το ρ. ἀλφαίνω απαντά με τη σημασία «αμείβω». Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με το ρ. ἀλφάνω απαντούν και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Συγκεκριμένα ο τ. αορ. β΄ ἀλφεῖν συνδέεται με το σανσκριτικό arhati «κερδίζω» και το μεταρηματικό ουσ. ἀλφή «παραγωγή, κτήση, κέρδος» συνδέεται με το λιθ. alga «μισθός, αμοιβή». Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές το ρ. ἀλφάνω ανάγεται συνήθως σε ΙΕ ρίζα (lbh-) με ασθενή βαθμίδα θέματος (1 αντί της ισχυρής el-ol- που απαντά στη Σανσκριτική και Λιθουανική).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφή. ἄλφησις].

Greek Monotonic

ἀλφάνω: (√ΑΛΦ)· αόρ. βʹ ἦλφον, ευκτ. ἄλφοιμι· φέρνω, βρίσκω, κομίζομαι, αποκτώ, σε Όμηρ.· μεταφ., φθόνον ἀλφάνειν, υφίσταμαι ζήλια, φθόνο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλφάνω: (φᾰ) (aor. ἦλφον, opt. ἄλφοιμι)
1) добывать; доставлять, приносить (τί τινι Hom., Plut.);
2) навлекать на себя (φθόνον πρὸς ἀστῶν Eur.).