προοιμιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προοιμιάζομαι, spec. trag. en later ook φροιμιάζομαι [προοίμιον] aor. med. προοιμιασάμην, ἐπροοιμιασάμην en ptc. φροιμιασάμενος; aor. pass. (ἐ)προοιμιάσθην; perf. med.-pass. πεπροοιμίασμαι en πεφροιμίασμαι een inleiding houden, een voorspel spelen:; φροιμιάζονται γὰρ ὡς τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες de ouverture die ze spelen is als het ware een aanduiding van tirannie Aeschl. Ag. 1354; οἱ δοῦλοι... προοιμιάζονται slaven (komen niet terzake maar) blijven steken in inleidende woorden Aristot. Rh. 1415b24; onpers. perf. pass..; ὡς εὖ... κατὰ τῶν ῥητόρων νόμον πεπροοιμίασταί σοι wat heb jij mooi volgens de regels van de leraren in de retorica een inleiding gehouden Luc. 8.10; alg. beginnen. als inleiding geven, als eerste noemen: met acc..; τούτους ἐν εὐχαῖς προοιμιάζομαι θεούς ik begin met die goden aan te roepen in mijn gebeden Aeschl. Eum. 20; τί φροιμίαζῃ νεοχμόν; welk onheil leiden je woorden in? Eur. IT 1162; pass.. πεφροιμίασθω ταῦτα laat dat als inleiding dienen Aristot. EN 1095a12.
|elnltext=προοιμιάζομαι, spec. trag. en later ook φροιμιάζομαι [προοίμιον] aor. med. προοιμιασάμην, ἐπροοιμιασάμην en ptc. φροιμιασάμενος; aor. pass. (ἐ)προοιμιάσθην; perf. med.-pass. πεπροοιμίασμαι en πεφροιμίασμαι een inleiding houden, een voorspel spelen:; φροιμιάζονται γὰρ ὡς τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες de ouverture die ze spelen is als het ware een aanduiding van tirannie Aeschl. Ag. 1354; οἱ δοῦλοι... προοιμιάζονται slaven (komen niet terzake maar) blijven steken in inleidende woorden Aristot. Rh. 1415b24; onpers. perf. pass..; ὡς εὖ... κατὰ τῶν ῥητόρων νόμον πεπροοιμίασταί σοι wat heb jij mooi volgens de regels van de leraren in de retorica een inleiding gehouden Luc. 8.10; alg. beginnen. als inleiding geven, als eerste noemen: met acc..; τούτους ἐν εὐχαῖς προοιμιάζομαι θεούς ik begin met die goden aan te roepen in mijn gebeden Aeschl. Eum. 20; τί φροιμίαζῃ νεοχμόν; welk onheil leiden je woorden in? Eur. IT 1162; pass.. πεφροιμίασθω ταῦτα laat dat als inleiding dienen Aristot. EN 1095a12.
}}
{{elru
|elrutext='''προοιμιάζομαι:''' = [[προοιμιάζω]].
}}
}}

Revision as of 02:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοιμιάζομαι Medium diacritics: προοιμιάζομαι Low diacritics: προοιμιάζομαι Capitals: ΠΡΟΟΙΜΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prooimiázomai Transliteration B: prooimiazomai Transliteration C: prooimiazomai Beta Code: prooimia/zomai

English (LSJ)

pf.

   A πεπροοιμίασμαι Luc.Nigr.10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.Po.1460a10: pf. πεφροιμίασμαι in pass. sense (v. infr.):—make a prelude, preamble, or preface, A.Ag.1354, X.Mem. 4.2.5, Pl.Lg.723c; π. μακρῶς Arist.Rh.1416b33, cf. 1415b24, Phld. Rh.1.56S., al.    II c.acc., say by way of preface, premise, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.IT1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.La.179a, cf. Thphr.Char.Praef.4; τούτους . . φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, A.Eu.20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.Or.13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.Pol.1325b33; ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.EN 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.Metaph.995b5.    2 begin, ἐντεῦθεν Them.Or.9.120c: metaph., inaugurate, τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.BJ2.6.2, cf. D.S.36.2.

German (Pape)

[Seite 737] dep. med., = φροιμιάζομαι, ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.

Greek (Liddell-Scott)

προοιμιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. φροιμιάζομαι· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω προοίμιον ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος λέγω, τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… φροιμιάζομαι θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· μετὰ δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· ταῦτα ἔστω πεφροιασμένα αὐτόθι 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., ἐγκαινίζω, τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.

French (Bailly abrégé)

par contr. att. φροιμιάζομαι;
f. προοιμιάσομαι, ao. sans augm. προοιμιασάμην ou ἐφροιμιασάμην, pf. πεπροοιμίασμαι et πεφροιμίασμαι;
faire un préambule, un exorde ; avec un rég. dire en manière d’exorde ou de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; Pass. être composé ou dit en forme de préambule.
Étymologie: προοίμιον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. τ. προοιμιάζω Μ και συνηρ. τ. φροιμιάζομαι Α προοίμιον
κάνω προοίμιο, κάνω εισαγωγή, προλογίζω
μσν.-αρχ.
1. λέω κάτι σαν προοίμιο, αναφέρω προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.
β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», Ευρ.)
2. προμηνύω, προαναγγέλλω («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)
αρχ.
1. αρχίζω την επίκλησή μου, αρχίζω να επικαλούμαι πρώτα («τούτους... φροιμιάζομαι θεούς», Αισχύλ.)
2. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).

Greek Monotonic

προοιμιάζομαι: Αττ. συνηρ. φροιμιάζομαι· μέλ. -άσομαι, παρακ. πεφροιμίασμαι· αποθ.· κάνω πρόλογο, προοίμιο, εισαγωγή, σε Αισχύλ., Ξεν.
II. με αιτ., λέω με μορφή προλόγου, προτάσσω, αναφέρω εισαγωγικά, φροιμιάζομαι θεούς, ξεκινώ με επίκληση σε αυτούς, σε Αισχύλ.· τίφροιμιάζῃ; σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, περφροιμιάσθω τοσαῦτα, άφησε τόσα πολλά να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προοιμιάζομαι, spec. trag. en later ook φροιμιάζομαι [προοίμιον] aor. med. προοιμιασάμην, ἐπροοιμιασάμην en ptc. φροιμιασάμενος; aor. pass. (ἐ)προοιμιάσθην; perf. med.-pass. πεπροοιμίασμαι en πεφροιμίασμαι een inleiding houden, een voorspel spelen:; φροιμιάζονται γὰρ ὡς τυραννίδος σημεῖα πράσσοντες de ouverture die ze spelen is als het ware een aanduiding van tirannie Aeschl. Ag. 1354; οἱ δοῦλοι... προοιμιάζονται slaven (komen niet terzake maar) blijven steken in inleidende woorden Aristot. Rh. 1415b24; onpers. perf. pass..; ὡς εὖ... κατὰ τῶν ῥητόρων νόμον πεπροοιμίασταί σοι wat heb jij mooi volgens de regels van de leraren in de retorica een inleiding gehouden Luc. 8.10; alg. beginnen. als inleiding geven, als eerste noemen: met acc..; τούτους ἐν εὐχαῖς προοιμιάζομαι θεούς ik begin met die goden aan te roepen in mijn gebeden Aeschl. Eum. 20; τί φροιμίαζῃ νεοχμόν; welk onheil leiden je woorden in? Eur. IT 1162; pass.. πεφροιμίασθω ταῦτα laat dat als inleiding dienen Aristot. EN 1095a12.

Russian (Dvoretsky)

προοιμιάζομαι: = προοιμιάζω.