εὔθετος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-θετος, ον<br />well-arranged or [[easily]] stowed, Aesch.; εὔθ. [[σάκος]] well-[[fitting]], [[ready]] for use, Lat. [[habilis]], Aesch.
|mdlsjtxt=εὔ-θετος, ον<br />well-arranged or [[easily]] stowed, Aesch.; εὔθ. [[σάκος]] well-[[fitting]], [[ready]] for use, Lat. [[habilis]], Aesch.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':eÜqetoj 由-帖拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(3)<p>'''原文字根''':好-安置的<p>'''字義溯源''':妥為安放,合式的,合乎,適當的,適於,配,可用的;由([[εὖ]] / [[εὖγε]])=好)與([[τίθημι]])*=設立)組成;其中 ([[εὖ]] / [[εὖγε]])出自([[εὐρύχωρος]])X*=美,善)<p/>'''出現次數''':總共(3);路(2);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 適於(1) 來6:7;<p>2) 合式(1) 路14:35;<p>3) 配(1) 路9:62
}}
}}

Revision as of 20:37, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθετος Medium diacritics: εὔθετος Low diacritics: εύθετος Capitals: ΕΥΘΕΤΟΣ
Transliteration A: eúthetos Transliteration B: euthetos Transliteration C: eythetos Beta Code: eu)/qetos

English (LSJ)

ον, (τίθημι)

   A well-arranged, conveniently placed, ὀστέα Hp. Off.15: Comp. -ώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐ. τόπῳ in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag.444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔ. σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th.642 (Sch., εὔκυκλον cod. Med.), Fr.259; εὔ. εἴς τι D.S.2.57; πρός τι Id.5.37; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient... Id.21.21; καιρὸς εὔ. LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57.    2 of persons, well-adapted, εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., εὔθετοι fit and proper persons, PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. -τως, ἔχειν Hp. Fract.23; πρός τι D.S.33.4.

German (Pape)

[Seite 1068] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθετος: -ον, (τίθημι) καλῶς τεθειμένος, τεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόχειρος, Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους (οὕτως ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. σάκος, ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· πρός τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος, τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· πρός τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· ταχύς, ἄξιος, ἱκανός, κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· πρός τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien disposé, bien arrangé ; qui s’adapte bien, convenable.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of τίθημι; well placed, i.e. (figuratively) appropriate: fit, meet.

English (Thayer)

εὔθετον (from εὖ and θετός), Greek writings from Aeschylus and Hippocrates down; properly, well-placed;
a. fit: εἰς τί, R G; Diodorus 2,57, et al.); with the dative of the thing for which: L T Tr WH (τῷ πράγματι, Nicolaus Damascenus, Stobaeus, fl. 14,7 (149,4)).
b. useful: τίνι, seasonable, Susanna , 15).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)
1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση
2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι
(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)
2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθεί
αρχ.
1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου
2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)
3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῡ», ΚΔ
4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...
επίρρ...
εὐθέτως (ΑΜ)
1. σε καλή κατάσταση
2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)
3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].

Greek Monotonic

εὔθετος: -ον, τοποθετημένος καλά ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. σάκος, αυτός που εφαρμόζει καλά, έτοιμος προς χρήση, Λατ. habilis, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔθετος:
1) хорошо сработанный, искусно сделанный (λέβητες, ἀρβύλαι Aesch.);
2) удобный, годный, полезный (εἴς τι Diod.; πρός τι Polyb.);
3) подходящий, пригодный, способный (πρός τι Polyb.; κατά τι Diod.).

Middle Liddell

εὔ-θετος, ον
well-arranged or easily stowed, Aesch.; εὔθ. σάκος well-fitting, ready for use, Lat. habilis, Aesch.

Chinese

原文音譯:eÜqetoj 由-帖拖士

詞類次數:形容詞(3)

原文字根:好-安置的

字義溯源:妥為安放,合式的,合乎,適當的,適於,配,可用的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)*=設立)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)

出現次數:總共(3);路(2);來(1)

譯字彙編

1) 適於(1) 來6:7;

2) 合式(1) 路14:35;

3) 配(1) 路9:62