φέρτερος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(4b)
(CSV import)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φέρτερος:''' [[φέρω]] - compar. без posit.] лучший, более сильный (βίῃ καὶ [[χερσί]] Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; сильнее (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ [[φέρτερον]] τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим.
|elrutext='''φέρτερος:''' [[φέρω]] - compar. без posit.] лучший, более сильный (βίῃ καὶ [[χερσί]] Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; сильнее (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ [[φέρτερον]] τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[φέρτατος]]) [[mightier]], [[stronger]]
}}
}}

Revision as of 13:35, 4 July 2020

German (Pape)

[Seite 1262] eigtl. zuträglicher, πολὺ φέρτερόν ἐστι, c. inf., Od. 12, 109; übh. als compar. zu ἀγαθός betrachtet, stärker, tapferer, vortrefflicher, auch dem Range nach vornehmer, mächtiger; oft bei Hom., c. dat., Il. 3, 431 Od. 6, 6, u. c. inf., Od. 5, 170; φέρτερον πατρὸς γόνον Pind. I. 7, 33; Aesch. Prom. 770; εἰς τὸ φέρτερον τίθει τὸ μέλλον Eur. Hel. 352.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
litt. qui l’emporte, d’où plus fort, plus brave, meilleur ; avec un gén. : παῖδα φέρτερον πατρός ESCHL enfant meilleur que son père ; πολὺ φέρτερόν ἐστιν inf. OD il vaut beaucoup mieux.
Étymologie: v. φέρτερος.

English (Autenrieth)

one of the comparatives to ἀγαθός, better, braver, etc.

English (Slater)

φέρτερος, φέρτατος, φέριστος
   a comp., better μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν (O. 1.7) ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (φερτέρᾳ v. l.) (P. 1.35) πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (I. 8.32)
   b superl., (φέρτατος, -ον, -ων; -ον nom.: φέριστον nom.)
   I of pers., best, matchless φερτάτων Κρονιδᾶν (O. 9.56) γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (N. 3.57) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος (sc. Ζεύς) (N. 10.13) ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν Τελαμών (I. 6.39) δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Ζεύς) (I. 7.5) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13. b. 5.
   II of things, best, finest λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.48) ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2.* πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. add. inf. τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν (O. 7.26)

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
(ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)
1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη
2. (για πράγμ.) καλύτερος
3. (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον
καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.)
4. φρ. «φέρτερόν ἐστι» — είναι καλύτερο, συμφερότερο (Ομ. Ιλ. και Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα bher- του ρ. φέρω με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (πρβλ. βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. φέρτερος, φέρτατος καθώς και ο συγγενής τ. φέριστος αναφέρονται κυρίως σε πρόσωπα και σπανίως σε πράγματα και εκφράζουν την έννοια της υπεροχής σε σχέση με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική δύναμη, γενναιότητα, ικανότητες, αρετή, θέση μέσα στην κοινωνική ιεραρχία, σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. φέρω «μεταφέρω, παίρνω μαζί μου» αλλά και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «εκλέγω, προτιμώ» (πρβλ. τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «παίρνω βραβείο» (πρβλ. τη φρ. ἄεθλον φέρεσθαι), «πλεονεκτώ» (πρβλ. τη φρ. φέρειν κράτος), «υπομένω δυστυχία» (πρβλ. τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη μεταξύ δύο αρνητικών καταστάσεων»)].

Russian (Dvoretsky)

φέρτερος: φέρω - compar. без posit.] лучший, более сильный (βίῃ καὶ χερσί Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; сильнее (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ φέρτερον τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим.

English (Woodhouse)

(see also: φέρτατος) mightier, stronger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)