κατοκωχή: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατοκωχή]], ἡ, [[attic]] for [[κατοχή]]<br />a [[being]] [[possessed]], [[possession]] (i. e. inspiration), Plat.
|mdlsjtxt=[[κατοκωχή]], ἡ, [[attic]] for [[κατοχή]]<br />a [[being]] [[possessed]], [[possession]] (i. e. inspiration), Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[possession]], [[subjection to supernatural influence]]
}}
}}

Revision as of 15:50, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκωχή Medium diacritics: κατοκωχή Low diacritics: κατοκωχή Capitals: ΚΑΤΟΚΩΧΗ
Transliteration A: katokōchḗ Transliteration B: katokōchē Transliteration C: katokochi Beta Code: katokwxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = κατοχή, possession, τῆς χώρας Anon. ap. Suid.; mental grasp, τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58.    II being possessed, inspiration, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Pl.Ion536c; ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr.245a, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.

German (Pape)

[Seite 1403] ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.

Greek (Liddell-Scott)

κατοκωχή: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κατοχή, τὸ κατέχειν, κατάσχεσις, κτῆσις, τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, ἔμπνευσις, ἐνθουσιασμός, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· κατοκωχή ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. κατέχω II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι κατακωχή, κατακώχιμος διορθωτέοι πανταχοῦ πλὴν ἴσως παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, συνοκωχή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
possession divine.
Étymologie: κατέχω.

Greek Monolingual

κατοκωχή, ἡ (Α)
1. κατάσχεση, κατάκτηση
2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ' ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.)
3. αντίληψη, κατανόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. του ἔχω), πρβλ. αν-οκωχή, παρ-οκωχή].

Greek Monotonic

κατοκωχή: ἡ, Αττ. αντί κατοχή, κατάληψη, κατοχή, κατάσχεση, κτήση (δηλ. έμπνευση, ενθουσιασμός), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατοκωχή: и κατοχή ἡ одержимость, вдохновенность (κ. τε καὶ μανία Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοκωχή -ῆς, ἡ [κατέχω] bezieling (door een godheid).

Middle Liddell

κατοκωχή, ἡ, attic for κατοχή
a being possessed, possession (i. e. inspiration), Plat.

English (Woodhouse)

possession, subjection to supernatural influence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)