κολακεύω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolakeyo | |Transliteration C=kolakeyo | ||
|Beta Code=kolakeu/w | |Beta Code=kolakeu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be a flatterer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>48</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>538b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>521b</span>, <span class="bibl">Antiph.144.2</span>, <span class="bibl">Diod.Com.2.34</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.66 W. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. acc., [[flatter]], <span class="bibl">And.4.16</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.17</span>, <span class="bibl">Isoc.4.155</span>, <span class="bibl">Ephipp.6</span>, etc.; τὴν πόλιν Pl.<span class="title">Alc.</span>1.120b: metaph., <b class="b3">τὴν κατάποσιν κ</b>. Muson.<span class="title">Fr.</span>18Ap.97 H.:—Pass., [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> to [[be a flatterer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>48</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>538b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>521b</span>, <span class="bibl">Antiph.144.2</span>, <span class="bibl">Diod.Com.2.34</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.66 W. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> c. acc., [[flatter]], <span class="bibl">And.4.16</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.17</span>, <span class="bibl">Isoc.4.155</span>, <span class="bibl">Ephipp.6</span>, etc.; τὴν πόλιν Pl.<span class="title">Alc.</span>1.120b: metaph., <b class="b3">τὴν κατάποσιν κ</b>. Muson.<span class="title">Fr.</span>18Ap.97 H.:—Pass., to [[be flattered]], [[be open to flattery]], <span class="bibl">Democr.115</span>, <span class="bibl">D.8.34</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> metaph., [[soften]], [[render mild]], Alex. Trall.<span class="bibl">1.11</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 14 July 2020
English (LSJ)
A to be a flatterer, Ar.Eq.48, Pl.R.538b, Grg.521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.Ir.p.66 W. 2 c. acc., flatter, And.4.16, X.HG5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.Alc.1.120b: metaph., τὴν κατάποσιν κ. Muson.Fr.18Ap.97 H.:—Pass., to be flattered, be open to flattery, Democr.115, D.8.34, etc. 3 metaph., soften, render mild, Alex. Trall.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 1472] schmeicheln; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰκεύω: εἶμαι κόλαξ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, δέχομαι κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
French (Bailly abrégé)
flatter, aduler, acc..
Étymologie: κόλαξ.
Greek Monolingual
(AM κολακεύω) κόλαξ
1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β. «τιμᾱν ἂν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», Πλάτ.)
2. παθ. κολακεύομαι
δέχομαι ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται, προξενώ τιμή ή ικανοποίηση σε κάποιον («η φιλία σας μέ κολακεύει»)
2. μτφ. ανεβάζω κάποιον πάνω από την πραγματική του αξία, κάνω κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα»
3. μέσ. ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να πιστεύω ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάτι ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, μαλακώνω
2. μτφ. κάνω κάτι ευχάριστο.
Greek Monotonic
κολᾰκεύω: μέλ. -σω (κόλαξ), κολακεύω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι επιρρεπής στην κολακεία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κολᾰκεύω:
1) льстить, быть льстецом Plat., Arph.;
2) льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn.
Middle Liddell
κόλαξ
to flatter, Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be open to flattery, Dem.