ἰταμός: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=itamos
|Transliteration C=itamos
|Beta Code=i)tamo/s
|Beta Code=i)tamo/s
|Definition=ή, όν, ([[εἶμι]] <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ibo]], [[ἴτης]]) [[headlong]], [[hasty]], [[eager]], κύνες <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>282</span>, <span class="bibl">Alex.234</span>; ἰ. πρόσωπον <span class="bibl">Nicol.Com.1.28</span>; [[bold]], [[reckless]], ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία <span class="bibl">D.25.24</span>; ἀναιδὴς καὶ ἰ. <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>311</span>; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>953b4</span>; πρὸς τὰ δεινά <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>25</span>; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. -ώτατος Phld.<span class="title">Rh.</span> 1.341 S., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>30</span>; <b class="b3">τὸ ἰ</b>., = [[ἰταμότης]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>19</span>, etc.; [[vigour]] of style, <span class="bibl">Diog.Oen.12</span>; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>7</span>; ἰ. τι δεδορκώς <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>19</span>; ἰ. ἀντιβλέπειν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.12</span>. Adv. -μῶς <span class="bibl">Alex.105</span>, <span class="bibl">Euphro 1.25</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>306</span>, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι <span class="bibl">D.8.68</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>773b</span>; -ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι <span class="bibl">D.19.233</span>.</span>
|Definition=ή, όν, ([[εἶμι]] <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ibo]], [[ἴτης]]) [[headlong]], [[hasty]], [[eager]], κύνες <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>282</span>, <span class="bibl">Alex.234</span>; ἰ. πρόσωπον <span class="bibl">Nicol.Com.1.28</span>; [[bold]], [[reckless]], ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία <span class="bibl">D.25.24</span>; ἀναιδὴς καὶ ἰ. <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>311</span>; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>953b4</span>; πρὸς τὰ δεινά <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>25</span>; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. -ώτατος Phld.<span class="title">Rh.</span> 1.341 S., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>30</span>; <b class="b3">τὸ ἰ</b>., = [[ἰταμότης]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>19</span>, etc.; [[vigour]] of style, <span class="bibl">Diog.Oen.12</span>; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>7</span>; ἰ. τι δεδορκώς <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>19</span>; ἰ. ἀντιβλέπειν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.12</span>. Adv. -μῶς <span class="bibl">Alex.105</span>, <span class="bibl">Euphro 1.25</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>306</span>, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι <span class="bibl">D.8.68</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>773b</span>; -ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι <span class="bibl">D.19.233</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:40, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμός Medium diacritics: ἰταμός Low diacritics: ιταμός Capitals: ΙΤΑΜΟΣ
Transliteration A: itamós Transliteration B: itamos Transliteration C: itamos Beta Code: i)tamo/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶμι    A ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager, κύνες A.Fr.282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; bold, reckless, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. -ώτατος Phld.Rh. 1.341 S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12. Adv. -μῶς Alex.105, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. -ώτερον Pl.Lg.773b; -ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.

German (Pape)

[Seite 1274] (εἶμι, vgl. ἴτης), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία, im Ggstz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; πρός τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμός: ῐ, ή, όν, (εἶμι, ἴτης) ὁρμητικός, σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν πρᾶγμα, παράτολμος, θρασύς, ἀναίσχυντος, ἀσυλλόγιστος, ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία Δημ. 777. 3· ἰτ. πρός τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος πρός λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν ἰταμότης, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vif, ardent;
2 hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; adv. • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;
Cp. ἰταμώτερος, Sp. ἰταμώτατος.
Étymologie: ἴτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰταμός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, αναίσχυντος
2. το ουδ. ως ουσ. το ιταμό(ν)
η αυθάδεια, η θρασύτητα, η ιταμότητα
αρχ.
1. ορμητικός, τολμηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰταμόν
η τολμηρότητα, η ορμητικότητα.
επίρρ...
ιταμώς (Α ἰταμῶς)
με αναίδεια, με θρασύτητα, ασύστολα
αρχ.
ορμητικά, τολμηρά, ριψοκίνδυνα, θαρραλέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -της που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -ι- του εἶμι (πρβλ. -έναι, -τός). Το επίθημα της λ. ἰτ-αμός δημιουργεί πρόβλημα, γιατί αυτό εμφανίζεται —εξαιρέσει τών μηδ-αμός, ουδ-αμός— μόνο σε ουσ. (πρβλ. ουλ-αμός, ποτ-αμός). Τόσο η λ. ἴτης όσο και η ἰταμός πρέπει να ήταν τ. της καθομιλουμένης αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. ιταμότητα(-της)
αρχ.
ιταμεύομαι, ιταμία
μσν.
ιταμώδης].

Greek Monotonic

ἰτᾰμός: [ῐ], -ή, -όν (εἶμι, ibo), ορμητικός, γρήγορος, απρόσεχτος, παράτολμος, ασυλλόγιστος, αναίσχυντος, Λατ. audax, σε Αισχύλ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἰτᾰμός: (ῐ)
1) стремительный, нетерпеливый (κύνες Aesch. ap. Arph.);
2) решительный, быстрый (βοήθεια Plut.);
3) дерзновенный, дерзостный (πονηρία Dem.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: headlong, hasty, eager, bold, reckless' (Att.)
Derivatives: - Also ἴτης, -ου m. id. (Ar., Pl.), and ἰτητικός = ἰταμός (Arist.; from ἰτάω, s. εἶμι?). ἰταμότης (Pl., Plb.), ἰταμία (LXX) vigour, effrontery, ἰταμεύομαι be ἰτ. (Jul. Or. 7, 210c; interpolated).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly ἴ-της is derived from ἰ-έναι go (Chantraine Formation 318) as "Draufgänger" (Curtius 401 with the ancients, e. g. Pl. Prt. 349e, 359c), though the oxytona in -αμός further are mostly substantives (ποταμός etc.). From the Attic popular language. (Wrong Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).

Middle Liddell

ἰ˘τᾰμός, εἶμι ibo]
headlong, hasty, eager, ready for anything, reckless, Lat. audax, Aesch., Dem.

Frisk Etymology German

ἰταμός: {itamós}
Meaning: keck, verwegen, unverschämt (att.)
Derivative: mit ἰταμότης (Pl., Plb. u. a.), ἰταμία (LXX) Keckheit, ἰταμεύομαι keck sein (Jul. Or. 7, 210c; interpoliert). — Daneben ἴτης, -ου m. verwegener Mensch, Brausekopf (Ar., Pl.), auch ἰτητικός = ἰταμός (Arist. u. a.; von ἰτάω, s. εἶμι).
Etymology : Wie πότης Trinker gebildet (Chantraine Formation 318) gehört ἴτης als "Draufgänger" wahrscheinlich zu ἰέναι gehen (Curtius 401 mit den Alten, z. B. Pl. Prt. 349e, 359c); das davon nicht zu trennende ἰταμός steht der Bildung nach ziemlich allein, da die Oxytona auf -αμός (von οὐδ-, μηδαμός abgesehen) sonst Substantiva sind (ποταμός usw.). Beide Wörter dürfen aus der attischen Umgangssprache stammen (verfehlt Fraenkel Nom. ag. 2, 58f.).
Page 1,743

English (Woodhouse)

hasty, rash, reckless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)