κάθοδος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathodos | |Transliteration C=kathodos | ||
|Beta Code=ka/qodos | |Beta Code=ka/qodos | ||
|Definition=Ion. κάτοδος, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=Ion. κάτοδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[descent]], esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, <span class="bibl">Herod.1.56</span>; and so of a [[procession]], ἥρωος κ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>1.1.26</span>: generally, [[going down]], τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>690b30</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>2</span>; [[way down]], <span class="bibl">Id.<span class="title">DMort.</span>27.1</span>; of planets, [[declination]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>510.29</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν</b>, = [[κατάβασις]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>1.2.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[journey down]] the Nile, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1119.27</span> (iii A.D.), etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[coming back]], [[return]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>19</span>, <span class="bibl">Th.3.114</span>; esp. of an exile to his country, <span class="bibl">Hdt.1.60</span>,<span class="bibl">61</span>, al., <span class="bibl">Th.3.85</span>,<span class="bibl">5.16</span>, etc.; κ. καὶ ἄδεια <span class="bibl">Id.8.81</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[cycle]], [[recurrence]], <b class="b3">χιλίων ἐτῶν κ</b>. a thousand years [[twice told]], in pl., <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>6.6</span>, cf. Phot.; also <b class="b3">τρεῖς καθόδους</b> three [[times]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>9.25</span>, cf. Aq.<span class="title">Ex.</span>34.24, al.; ἄχρι δύο καθόδων [[twice over]], <span class="bibl">Alex.Trall.1.17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 30 December 2020
English (LSJ)
Ion. κάτοδος, ἡ, A descent, esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession, ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26: generally, going down, τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA690b30, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29. 2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4. 3 journey down the Nile, POxy. 1119.27 (iii A.D.), etc. II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; esp. of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.; κ. καὶ ἄδεια Id.8.81. III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in pl., LXXEc.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.; ἄχρι δύο καθόδων twice over, Alex.Trall.1.17.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, der Weg hinab, Luc. D. mort. 27, 1, das Hinuntergehen, z. B. in die Unterwelt, Plut. Is. et Os. 69; τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονή, d. i. beim Hinunterschlucken, Arist. part. an. 4, 11. – Gew. die Rückkehr, καθόδου δί. δωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν Eur. Herc. Fur. 19; bes. der Verbannten in ihr Vaterland, Her. 1, 60 u. öfter, in der ion. Form κάτοδος; Thuc. ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν 8, 81; Plat. Legg. IX, 867 d; Xen. Hell. 1, 1, 22 u. öfter; Lys. 18, 10; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν Pol. 2, 41, 4; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κάθοδος: Ἰων. κάτοδος, ἡ, κατάβασις, Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ κατάβασις, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως ἐπάνοδος ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ ἄδεια ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = περίοδος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. descente :
1 chemin pour descendre;
2 action de descendre;
II. retour ; particul. retour d’un exilé.
Étymologie: κατά, ὁδός.
Greek Monolingual
η (AM κάθοδος, Α ιων. τ. κάτοδος)
1. κατάβαση από υψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο, κατέβασμα («η κάθοδος στον υπόγειο είναι επικίνδυνη»)
2. ο δρόμος που φέρει προς τα κάτω, κατωφέρεια, κατηφοριά («η κάθοδος μερικές φορές είναι πιο κουραστική από την άνοδο»)
3. η μετάβαση από μεσόγεια μέρη προς τα παράλια (α. «η κάθοδος τών Δωριέων» β. «ἡ κάθοδος ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.
γ. «ἡ κάθοδος τῶν μυρίων»)
νεοελλ.
1. η σκάλα που οδηγεί προς τα κάτω
2. φυσ.-χημ. α) το ηλεκτρόδιο στο οποίο πραγματοποιείται η έξοδος του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου
β) το ηλεκτρόδιο που αποτελεί την πρωτεύουσα πηγή ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού
3. στον πληθ. οι κάθοδοι
ναυτ. τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η επικοινωνία με το κύτος και ο αερισμός του
αρχ.
1. γεν. επιστροφή, επάνοδος και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῑ μέγαν», Ευρ.)
2. επανάληψη («χιλίων ἐτῶν κάθοδος», ΠΔ)
3. οδός που οδηγεί προς τον Άδη
4. (για φαγητά) κατάποση («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ ἡδονή», Αριστοτ.)
5. αστρον. η κλίση τών πλανητών
6. η προς τα κάτω πορεία του ποταμού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁδός. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cathode].
Greek Monotonic
κάθοδος: Ιων. κάτ-οδος, ἡ,
I. κάθοδος, κατέβασμα, κατάβαση, σε Λουκ.· δρόμος που οδηγεί προς τα κάτω, στον ίδ.
II. επάνοδος, επιστροφή, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για εξορία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κάθοδος: ион. κάτοδος (ᾰ) ἡ
1) сошествие, спуск (в подземное царство) (ἡ τῆς Κόρης κ. Plut.);
2) место спуска, вход (в подземное царство) (ἀπιέναι εὐθὺ τῆς καθόδου Luc.);
3) опускание, движение вниз: τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ Arst. при (в) проглатывании пищи;
4) возвращение (преимущ. из изгнания) (ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν δοῦναι Eur. или χρήματα εἰς τὴν κάθοδον δοῦναι Arst.; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθ-οδος -ου, ἡ, Ion. κάτοδος weg omlaag, neergang (ingang van de onderwereld):; τί οὐκ ἄπιμεν εὐθὺ τῆς καθόδου; waarom gaan we niet recht op de ingang (van de onderwereld) af? Luc. 77.22.1; afdaling (naar de onderwereld):. τίς ἡ ἐπίνοια σοι τῆς καθόδου wat de bedoeling is van jouw bezoek aan de onderwereld Luc. 38.2. terugkeer ( m. n. van ballingen):. ἐπὶ τῇ κατόδῳ voor zijn terugkeer Hdt. 1.60.3; κάθοδος καὶ ἄδεια terugkeer naar het vaderland en gratie Thuc. 8.81.1.
Middle Liddell
I. a going down, descent, Luc.: a way down, Luc.
II. a coming back, return, Eur., Thuc.; of an exile, Hdt., Thuc.