προσεπιλαμβάνω: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosepilamvano | |Transliteration C=prosepilamvano | ||
|Beta Code=prosepilamba/nw | |Beta Code=prosepilamba/nw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bandage something to something else]], ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὸ στῆθος περιδέοντα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>8</span>:—Med., cj. in <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[take]] or [[require still more]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.2.7</span>: c. gen., <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.27</span>; [[take in]], [[occupy besides]], <span class="bibl">Plb.10.10.5</span>, <span class="bibl">Gem. 18.3</span>; [[receive in addition]], τὴν ἐποπτείαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>26</span>; παλάθην ἰσχάδων <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>41</span>; <b class="b3">τοῦ δημοσίου</b> a piece of public land, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span> 20</span>: abs., [[encroach]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>50</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[extend]], [[increase]], τῷ πλήθει τὴν ἐξουσίαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>41.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[lay hold besides]], [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>: metaph., [[help in]] a thing [[besides]], προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου <span class="bibl">Hdt.5.44</span>; <b class="b3">τοῦ ἔργου</b> [[take part in]] it, <span class="bibl">D.C.75.6</span>: abs., [[attack besides]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>65d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[touch on besides]], <span class="bibl">Paus.3.6.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[receive part of]], τῶν χωρίων <span class="bibl">D.S.19.9</span> (v.l.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:05, 30 December 2020
English (LSJ)
A bandage something to something else, ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὸ στῆθος περιδέοντα Hp.Fract.8:—Med., cj. in Sor.Fasc.26. 2 take or require still more, Thphr.HP8.2.7: c. gen., Porph.Abst.2.27; take in, occupy besides, Plb.10.10.5, Gem. 18.3; receive in addition, τὴν ἐποπτείαν Plu.Demetr.26; παλάθην ἰσχάδων Luc.Pisc.41; τοῦ δημοσίου a piece of public land, Plu.Publ. 20: abs., encroach, Thphr.Ign.50. 3 extend, increase, τῷ πλήθει τὴν ἐξουσίαν Arist.Ath.41.2. II Med., lay hold besides, [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ Hp.Fract.13: metaph., help in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου Hdt.5.44; τοῦ ἔργου take part in it, D.C.75.6: abs., attack besides, Pl.Ti.65d. 2 touch on besides, Paus.3.6.9. 3 receive part of, τῶν χωρίων D.S.19.9 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 761] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, einnehmen, Pol. 10, 10, 5; – im med. woran Theil nehmen, bei Etwas mithelfen, c. gen. der Sache u. c. dat. der Person, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, Her. 5, 44, Plat. Tim. 65, d; Plut. Popl. 20.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιλαμβάνω: περιλαμβάνω μετά τινος ἄλλου, ταινίῃ βραχίονα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κρατῶ, λαμβάνω, πιάνω προσέτι, κατὰ τὸ γόνυ αὐτόθι 761. 2) λαμβάνω ἢ ἀπαιτῶ ἔτι μᾶλλον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 7· λαμβάνω ἢ καταλαμβάνω προσέτι, Πολύβ. 10. 10, 5, κτλ.· πρ. τὴν ἐποπτείαν Πλουτ. Δημήτρ. 26. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος τινός, τῶν χωρίων, τῆς τιμῆς Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ποπλικ. 20. 2) ἐπιλαμβάνομαι, βοηθῶ εἴς τι πρᾶγμα προσέτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 5. 44· πρ. τοῦ ἔργου, λαμβάνω μέρος εἰς τὸ ἔργον, Δίων Κ. 75, 6· ἀπολ., Πλάτ. Τίμ. 65D. 3) ἅπτομαι, ἀναφέρω προσέτι, Παυσ. 3. 6, 9· πρβλ. προσλαμβάνω, συλλαμβάνω, συνεπιλαμβάνομαι. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 106, 366.
French (Bailly abrégé)
f. προσεπιλήψομαι, ao.2 προσεπέλαβον;
prendre en outre ; se charger en outre de, acc.;
Moy. προσεπιλαμβάνομαι;
1 recevoir une part de, gén.;
2 prendre part en outre : τινί τινος prendre part à qch (à une guerre) comme allié ou auxiliaire de qqn.
Étymologie: πρός, ἐπιλαμβάνω.
Greek Monolingual
Α ἐπιλαμβάνω
1. περιλαμβάνω, δένω κάτι με κάτι άλλο («προσεπιλαμβάνω ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ στῆθος περιδέοντα», Ιπποκρ.)
2. λαμβάνω, απαιτώ κάτι περισσότερο
3. καταλαμβάνω επί πλέον («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῦ πρὸς ἄρκτον μέρους», Πολ.)
4. αναλαμβάνω επιπροσθέτως («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.)
5. σφετερίζομαι
6. επεκτείνω, μεγαλώνω
7. αρπάζω
8. προσβάλλω, επιτίθεμαι επί πλέον
9. αναφέρω επί πλέον
10. παίρνω μέρος σε ένα έργο
11. μτφ. βοηθώ σε κάτι επί πλέον («Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῑνον προσεπιλαβέσθαι τοῦ πρὸς Συβαρίτας πολέμου», Ηρόδ.)
12. μέσ. προσεπιλαμβάνομαι
παίρνω ένα μέρος από ένα σύνολο («προσεπελάβετο δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ μεσογείῳ... πόλεων τὰς πλείστας», Διόδ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιλαμβάνω act. er ook nog bijnemen:. χρή... ταινίῃ πλατέῃ προσεπιλαμβάνειν τὸν βραχίονα κύκλῳ περὶ τὸ στῆθος περιδέοντα men moet de bovenarm ook meenemen in het brede verband en dat rondom de borst vastbinden Hp. Fract. 8. ook aangrijpen, ook aantasten, pass.. Plat. Tim. 65d. med. zich toe-eigenen. Plut. Pel. 25.2. ook deelnemen aan:. προσεπιλαβέσθαι τοῦ πρὸς Συβαρίτας πολέμου mede deelnemen aan de oorlog tegen de Sybariten Hdt. 5.44.2.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιλαμβάνω: сверх того брать или получать (τὴν ἐποπτείαν Plut.): προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Her. участвовать вместе с кем-л. в войне.