ἀσελγής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aselgis
|Transliteration C=aselgis
|Beta Code=a)selgh/s
|Beta Code=a)selgh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[licentious]], [[wanton]], [[brutal]], <span class="bibl">And.4.40</span> (Sup.), <span class="bibl">D.2.19</span> (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος <span class="bibl">Id.21.128</span>, cf. <span class="bibl">Is.8.43</span>; σκῶμμα <span class="bibl">Eup.244</span>: generally, [[outrageous]], ἄνεμος <span class="bibl">Id.320</span>. Adv. <b class="b3">-γῶς, πίονες</b> [[extravagantly]] fat, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>560</span>; ἀ. ζῆν <span class="bibl">D.36.45</span>; ἀ. διακείμενος <span class="bibl">Lys.24.15</span>; ἀ. τινὶ χρῆσθαι <span class="bibl">D.9.35</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[lascivious]], [[lewd]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>315c</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[licentious]], [[wanton]], [[brutal]], <span class="bibl">And.4.40</span> (Sup.), <span class="bibl">D.2.19</span> (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος <span class="bibl">Id.21.128</span>, cf. <span class="bibl">Is.8.43</span>; σκῶμμα <span class="bibl">Eup.244</span>: generally, [[outrageous]], ἄνεμος <span class="bibl">Id.320</span>. Adv. <b class="b3">-γῶς, πίονες</b> [[extravagantly]] fat, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>560</span>; ἀ. ζῆν <span class="bibl">D.36.45</span>; ἀ. διακείμενος <span class="bibl">Lys.24.15</span>; ἀ. τινὶ χρῆσθαι <span class="bibl">D.9.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lascivious]], [[lewd]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>315c</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:15, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσελγής Medium diacritics: ἀσελγής Low diacritics: ασελγής Capitals: ΑΣΕΛΓΗΣ
Transliteration A: aselgḗs Transliteration B: aselgēs Transliteration C: aselgis Beta Code: a)selgh/s

English (LSJ)

ές, A licentious, wanton, brutal, And.4.40 (Sup.), D.2.19 (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος Id.21.128, cf. Is.8.43; σκῶμμα Eup.244: generally, outrageous, ἄνεμος Id.320. Adv. -γῶς, πίονες extravagantly fat, Ar.Pl.560; ἀ. ζῆν D.36.45; ἀ. διακείμενος Lys.24.15; ἀ. τινὶ χρῆσθαι D.9.35. II lascivious, lewd, Jul.Caes.315c.

German (Pape)

[Seite 369] ές (wird von den Alten von. Σέλγη, einer pisidischen Stadt, abgeleitet, vgl. θέλγω, schwelgen), ausgelassen, σκῶμμα Eupol. Ath. VI, 237 a; ausschweifend, wollüstig, auch frech u. übermüthig, = ὑβρίζων, Dem. 24, 143; Pol. 8, 12, 9; gew. von Männern; von Weibern erst Sp., wie Luc. u. Plut. – Nach B. A. 451 = σφοδρός, βίαιος, πνῖγος, Phereer.; ἄνεμος Eupol. Poll. 1, 111. – Am häufigsten im adv., ἀσελγῶς, πίονες Ar. Plut. 560; διακεῖσθαι Lys. 24, 15; = παρανόμως Is. 10, 11; καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 59, 30; καὶ προπετῶς χρῆσθαι αὐτῷ ibid. 33; προπηλακίζεσθαι ibid. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσελγής: -ές, ἀκόλαστος, αἰσχρός, κτηνώδης, Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· μετὰ τοῦ, βίαιος, εἰ μὲν τοίνυν... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ βίαιος ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· καθόλου, βίαιος, σφοδρός, ἄνεμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. λάγνος, μάχλος, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ θέλγω, κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σαλάκων).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 grossier, violent;
2 licencieux, impudique;
Cp. ἀσελγέστερος, Sp. ἀσελγέστατος.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., θέλγω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de fenómenos naturales violento ἄνεμος Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.
2 de pers. y abstr. en rel. c. la conducta insolente ἀ. ὢν καὶ βίαιος Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ βίαιος ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, βλασφημία Plu.Them.21, λοιδορία Philostr.VS 491
neutr. plu. sup. como adv., Hyp.Eux.29, Philostr.VA 3.20
subst. ὁ ἀ. persona insolente τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.VS 620.
3 depravado, licencioso οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c
impúdico γυνή Hierocl.Facet.244, cf. D.P.Au.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.Seleuc.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.Seleuc.87
de abstr. βίος Ph.1.255.
II adv. -ῶς
1 insolente, abusivamente de unos hijos παρανόμως καὶ ἀ. ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀ. οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀ. D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀ. παρὰ φύσιν D.Chr.2.73
excesivamente ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀ. διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.Pl.560.
2 depravadamente καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀ. ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.

• Etimología: Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *-.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσελγής, -ές)
ο ακόλαστος, ο λάγνος
αρχ.
ο αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < αθελγήςτρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α- πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα του εν-, δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης, η σύνδεση της λ. με λεττιτ. tulrums, «οίδημα, όγκος» ή με αρμ. elc «κατεστραμμένος, κακός», z-elc «άσωτος ακόλαστος» είναι φωνητικά αδύνατη. Ο τ. ασελγής χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, Πλάτων) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη ορμή, από ακολασία, ενώ με τη σημασία «άσεμνος» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. ασέλγεια, ασελγώ
αρχ.
ασελγαίνω].

Greek Monotonic

ἀσελγής: -ές, ασελγής, λάγνος, ακόλαστος, βίαιος, σε Δημ.· επίρρ., ἀσελγῶς πίονες, υπερβολικά παχείς, χοντροί, σε Αριστοφ.· ἀσελγῶς ζῆν, σε Δημ. (προέλ. από -σελγής είναι αμφίβ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσελγής:
1) разнузданный, наглый, грубый Isae., Dem., Arst., Polyb., Plut.;
2) распущенный, распутный Plut., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: licentious, wanton, unconstrained (Lys.).
Other forms: Unclear ἀσάλγαν ὕβριν, ἀμέλειαν and ἀσαλγάνας φοβερός, εἴρηκε δε οὔτως παραβαρβαρίζων H.; as the final remark says, this may be just a vulgar or barbarian pronunciation.
Derivatives: ἀσέλγεια licentiousness (Pl..). Denom. ἀσελγαίνω behave as a ἀσελγής (D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Havers IF 28, 194ff. (Boeotian for *ἀθελγής; meaning difficult; α- from zero grade of ἐν). As to the glosses, α\/ε is frequent in Pre-Greek words, ἀσαλγα may be a Pre-Greek φορματιον = ἀσελγεία, the form of the second gloss is unexplained (as is the meaning). I am not sure whether the conclusion of substr. origin is allowed.

Middle Liddell

[The origin of -σελγής is uncertain.]
licentious, wanton, brutal, Dem.:—adv., ἀσελγῶς πίονες extravagantly fat, Ar.; ἀς. ζῆν Dem.

Frisk Etymology German

ἀσελγής: {aselgḗs}
Meaning: ausgelassen, schwelgerisch, frech (att.).
Derivative: Davon ἀσέλγεια Ausgelassenheit (att., hell.). Denominatives Verb ἀσελγαίνω (wie ὑγιαίνω zu ὑγιής usw.) ἀσελγής sein]] (att.); vereinzelt ἀσελγέω (Sch.); davon wahrscheinlich unabhängig (vgl. Chantraine Formation 178) ἀσέλγημα (Plb., Pap. u. a.). — Unerklärte Nebenform: ἀσάλγαν· ὕβριν, ἀμέλειαν; ἀσαλγάνας· φοβερός H.; vgl Havers IF 28, 194ff.
Etymology : Mehrere vergebliche Erklärungsversuche: Havers l. c. (: böotisch für *ἀθελγής; Bedeutung nicht günstig); Prellwitz KZ 47, 295f. (: lett. tulzums Geschwulst usw. [?]); Pisani KZ 68, 163f. (: arm. eɫc verdorben, schlecht, z-eɫc ausschweifend, unzüchtig; lautlich unmöglich).
Page 1,161

English (Woodhouse)

incontinent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)