συναλλαγή: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[ανταλλαγή]] πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο [[συμφέρον]], η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται [[είδος]] με [[είδος]] και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη [[μεσολάβηση]] χρήματος<br /><b>2.</b> αθέμιτη [[παροχή]] ανταλλαγμάτων για [[πολιτική]] ή άλλου είδους [[υποστήριξη]] («η [[εκλογή]] του έγινε [[αντικείμενο]] συναλλαγής»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι συναλλαγές</i><br />εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις [[μεταξύ]] προσώπων, επιχειρήσεων, κρατών (α. «εμπορικές συναλλαγές» β. «διεθνείς συναλλαγές»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πράγματα [[εκτός]] συναλλαγής»<br /><b>(νομ.)</b> πράγματα για τα οποία ο [[νόμος]] δεν επιτρέπει ή επιτρέπει εντελώς περιορισμένες έννομες σχέσεις, όπως [[είναι]] τα πράγματα κοινής χρήσεως<br />β) «[[σποτ]] συναλλαγές»<br /><b>(οικον.)</b> συναλλαγές [[κατά]] τις οποίες ένα [[νόμισμα]] ανταλλάσσεται [[κατευθείαν]] με ένα [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλίωση]] («ἡμῑν δὲ [[καλῶς]], [[εἴπερ]] [[ποτέ]], ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[σχέση]] (α. «ἔν τε συμφοραῑς βίου ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τιμή]] τών εμπορικών συναλλαγών, το [[συνάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>3.</b> [[επέμβαση]], [[συνεργία]] («δόλοισιν ἢ νόσου ξυναλλαγῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας επέμβασης («[[ποίας]] φανείσης... συναλλαγῆς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]] ύλης<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναλλαγαί</i><br />[[συνθήκη]] ειρήνης<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «λόγων [[συναλλαγή]]» — οι αμοιβαίες εξηγήσεις με σκοπό τη [[συμφιλίωση]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[ανταλλαγή]] πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο [[συμφέρον]], η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται [[είδος]] με [[είδος]] και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη [[μεσολάβηση]] χρήματος<br /><b>2.</b> αθέμιτη [[παροχή]] ανταλλαγμάτων για [[πολιτική]] ή άλλου είδους [[υποστήριξη]] («η [[εκλογή]] του έγινε [[αντικείμενο]] συναλλαγής»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι συναλλαγές</i><br />εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις [[μεταξύ]] προσώπων, επιχειρήσεων, κρατών (α. «εμπορικές συναλλαγές» β. «διεθνείς συναλλαγές»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πράγματα [[εκτός]] συναλλαγής»<br /><b>(νομ.)</b> πράγματα για τα οποία ο [[νόμος]] δεν επιτρέπει ή επιτρέπει εντελώς περιορισμένες έννομες σχέσεις, όπως [[είναι]] τα πράγματα κοινής χρήσεως<br />β) «[[σποτ]] συναλλαγές»<br /><b>(οικον.)</b> συναλλαγές [[κατά]] τις οποίες ένα [[νόμισμα]] ανταλλάσσεται [[κατευθείαν]] με ένα [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλίωση]] («ἡμῖν δὲ [[καλῶς]], [[εἴπερ]] [[ποτέ]], ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[σχέση]] (α. «ἔν τε συμφοραῑς βίου ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τιμή]] τών εμπορικών συναλλαγών, το [[συνάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>3.</b> [[επέμβαση]], [[συνεργία]] («δόλοισιν ἢ νόσου ξυναλλαγῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας επέμβασης («[[ποίας]] φανείσης... συναλλαγῆς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]] ύλης<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναλλαγαί</i><br />[[συνθήκη]] ειρήνης<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «λόγων [[συναλλαγή]]» — οι αμοιβαίες εξηγήσεις με σκοπό τη [[συμφιλίωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλᾰγή Medium diacritics: συναλλαγή Low diacritics: συναλλαγή Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: synallagḗ Transliteration B: synallagē Transliteration C: synallagi Beta Code: sunallagh/

English (LSJ)

ἡ, A interchange, esp. for purposes of conciliation, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου by reconciling words, S.Aj.732; λόγων ξυναλλαγαῖς E.Supp.602 (lyr.): abs., reconciliation, making of peace, Th.4.20; ὅρκοι ξυναλλαγῆς Id.3.82: in pl. συναλλαγαί, treaty of peace, X.HG 6.5.8. 2 commerce, dealings, λέκτρων ἦλθες ἐς συναλλαγάς (of a procuress) E.Hipp.652; ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῖς in the dealings of men with the immortals, S.OT34; ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου D.H. 1.60; covenant, contract, Id.6.22, POxy.70.4 (iii A.D.); αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. OGI669.18 (Egypt, i A.D.). 3 rate of exchange, agio, PMasp. 131.1, al. (vi A.D.). II that which is brought about by the intervention or agency of another, visitation, νόσου ξυναλλαγῇ S.OT960; conjuncture, Id.OC410; μολόντ' ὀλεθρίαισι σ. Id.Tr.845 (lyr., unless = meeting, converse).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, Austausch, Vertauschung; daher – a) Ausgleichung, Versöhnung; λήγει ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, Soph. Ai. 719; vgl. Eur. Suppl. 602; Thuc. 3, 82. 4, 20; ἐκ συναλλαγῆς, Xen. Cyr. 3, 1, 40. – b) Verkehr und Umgang übh.; λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς, Eur. Hipp. 652; bes. Handelsverkehr. Bei Soph. O. R. 34, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, sind von den Göttern verhängte Schickungen, Schicksalswechsel gemeint, vgl. ποίας φανείσης ξυναλλαγῆς O. C. 411, nach welcher Fügung, Schickung; νόσου ξυναλλαγῇ, O. R. 960; Trach. 842.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλᾰγή: ἡ, φιλικὴ ἀνταλλαγὴ λόγων, μάλιστα ἐπὶ σκοπῷ φιλιώσεως, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, διὰ διαλλακτικῶν λόγων, Σοφ. Αἴ. 732· ἐν λόγων ξυναλλαγαῖς Εὐρ. Ἱκ. 602· ἀπολ., διαλλαγή, συμφιλίωσις, εἰρήνευσις, Θουκ. 4. 20· ὅρκοι ξυναλλαγῆς ὁ αὐτ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., ξυναλλαγαί, συνθήκη εἰρήνης, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 8. 2) καθόλου, διαπραγμάτευσις, ἐπιμιξία, λέκτρων ἐλθεῖν εἰς ξυναλλαγὰς Εὐριπ. Ἱππ. 652· ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου Διον. Ἁλ. 1. 60· ἡ κατὰ γάμον σ. Κλήμ. Ἀλ. 538· ― συνθήκη, συμφωνία, συμβόλαιον, Διον. Ἁλ. 6. 22. ΙΙ. τὸ εἰς πέρας φερόμενον διὰ τῆς συνεργίας ἢ τῆς μεσιτείας ἑτέρου, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, δι’ ἰδιαιτέρων ἐπεμβάσεων τῶν θεῶν, ἀντίθετ. τῷ συμφοραῖς βίου, Σοφ. Ο. Τ. 34· νόσου ξυναλλαγῇ, τῇ ἐπεμβάσει νόσου, δηλ. διὰ τῆς νόσου ὡς διὰ συνεργοῦ, αὐτόθι 960· καθόλου, τὸ ἀποτέλεσμα τοιαύτης ἐπεμβάσεως, σύμπτωσις, συμβάν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 410· μολόντ’ ὀλεθρίαισι συναλλ., ἐλθόντα μὲ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 845.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange de relations, d’où
1 commerce intime, union;
2 relations d’affaires, particul. conférence, entretien, entretien de réconciliation, tractations en vue d’un accord ; réconciliation, traité de paix;
3 en gén. activité, action, intervention (de la divinité, d’un événement, etc.) ; rencontre de circonstances, événement, issue, résultat;
4 rencontre, attaque.
Étymologie: συναλλάσσω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συναλλάσσω
νεοελλ.
1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος
2. αθέμιτη παροχή ανταλλαγμάτων για πολιτική ή άλλου είδους υποστήριξη («η εκλογή του έγινε αντικείμενο συναλλαγής»)
3. στον πληθ. οι συναλλαγές
εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, επιχειρήσεων, κρατών (α. «εμπορικές συναλλαγές» β. «διεθνείς συναλλαγές»)
4. φρ. α) «πράγματα εκτός συναλλαγής»
(νομ.) πράγματα για τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει ή επιτρέπει εντελώς περιορισμένες έννομες σχέσεις, όπως είναι τα πράγματα κοινής χρήσεως
β) «σποτ συναλλαγές»
(οικον.) συναλλαγές κατά τις οποίες ένα νόμισμα ανταλλάσσεται κατευθείαν με ένα άλλο
μσν.-αρχ.
1. συνδιαλλαγή, συμφιλίωση («ἡμῖν δὲ καλῶς, εἴπερ ποτέ, ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή», Θουκ.)
2. αμοιβαία σχέση (α. «ἔν τε συμφοραῑς βίου ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῑς», Σοφ.
β. «τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. η τιμή τών εμπορικών συναλλαγών, το συνάλλαγμα
2. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
3. επέμβαση, συνεργία («δόλοισιν ἢ νόσου ξυναλλαγῇ», Σοφ.)
4. το αποτέλεσμα μιας επέμβασης («ποίας φανείσης... συναλλαγῆς», Σοφ.)
5. συγγένεια ύλης
6. στον πληθ. αἱ συναλλαγαί
συνθήκη ειρήνης
7. φρ. «λόγων συναλλαγή» — οι αμοιβαίες εξηγήσεις με σκοπό τη συμφιλίωση.

Greek Monotonic

συναλλᾰγή: ἡ,
I. 1. φιλική ανταλλαγή λόγων για τον σκοπό της συμφιλίωσης, συνθηκολόγηση, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., καταλλαγή, συμφιλίωση, ειρήνευση, σε Θουκ.· πληθ., ειρηνευτική συνθήκη, σε Ξεν.
2. γενικά, διαπραγμάτευση, επιμειξία, σε Ευρ.
II. παρέμβαση, παρεμβολή, συνέργεια· δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, με τις ιδιαίτερες παρεμβάσεις των θεοτήτων, σε Σοφ.· νόσου ξυναλλαγῇ, με την παρέμβαση, τη συνέργεια του λοιμού, στον ίδ.· γενικά, αποτέλεσμα παρέμβασης, σύμπτωση, τυχαίο γεγονός, στον ίδ.· ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς, με καταστροφικά αποτελέσματα, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναλλᾰγή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυναλλαγή [συναλλάττω] onderlinge uitwisseling:; ἐν ξυναλλαγῇ λόγου bij de uitwisseling van hun standpunt Soph. Ai. 732; verzoening:. ὅρκοι ξυναλλαγῆς verzoeningsverdragen Thuc. 3.82.7. zakelijk verkeer, het zaken doen; ook ongunstig. ἡμῖν πατρὸς... λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς jij bent gekomen om met mij te marchanderen over het ongerepte huwelijksbed van mijn vader (d.w.z. om mij met de vrouw van mijn vader te laten slapen) Eur. Hipp. 652. onderling verkeer, omgang: overdr..; νόσου ξυναλλαγῇ door contact met ziekte Soph. OT 960; het samenbrengen (door god of lot; van personen en omstandigheden); samenloop van omstandigheden:. ποίας φανείσης... συναλλαγῆς; als er wát voor een samenloop van omstandigheden optreedt? (d.w.z. bij welke samenloop van omstandigheden?) Soph. OC 410.

Russian (Dvoretsky)

συναλλᾰγή:
1) обмен: ξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. обмен речами, переговоры;
2) pl. сношения, взаимоотношения: λέκτρων συναλλαγαί Eur. половая связь;
3) примирение, мир: ὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. скрепление мира клятвами; ἐκ συναλλαγῆς Xen. в силу (состоявшегося) примирения; πρός τινα διαλέγεσθαι περὶ συναλλαγῶν Xen. вести с кем-л. переговоры о мире;
4) стечение обстоятельств, случай: νόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. умерший от болезни; δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. ниспосылаемые божествами превратности; ποίας φανείσης συναλλαγῆς; Soph. в силу каких обстоятельств?

Middle Liddell

συναλλᾰγή, ἡ,
I. an interchange of words for purposes of conciliation, Soph., Eur.: absol. a reconciliation, making of peace, Thuc.: pl. a treaty of peace, Xen.
2. generally, commerce, intercourse, Eur.
II. intervention, δαιμόνων ξυναλλαγαῖς by special interventions of the deities, Soph.; νόσου ξυναλλαγῇ by intervention of disease, Soph.: generally, the issue of intervention, a contingency, incident, Soph.; ὀλεθρίαισι συναλλ. with destructive issues, Soph.

English (Woodhouse)

accident, agency, chance, mediation, occurrence, reconciliation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)