μεθέλκω: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθέλκω]] (ΑM Α και [[μεθελκύω]])<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] εδώ και [[εκεί]], [[εκτρέπω]], [[παρεκτρέπω]], [[περισπώ]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] την [[προσοχή]], [[προσελκύω]] («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς [[ῥόδον]] τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ [[πρόσωπον]] τῆς κόρης)», Διγεν.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σχοινί]] ή [[χορδή]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέρπω]], [[διασκεδάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεθέλκω]] (ΑM Α και [[μεθελκύω]])<br /><b>1.</b> [[έλκω]], [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] εδώ και [[εκεί]], [[εκτρέπω]], [[παρεκτρέπω]], [[περισπώ]]<br /><b>2.</b> [[σύρω]] ή [[τραβώ]] [[κάτι]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, ιδιοποιούμαι, [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραβώ]] την [[προσοχή]], [[προσελκύω]] («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς [[ῥόδον]] τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ [[πρόσωπον]] τῆς κόρης)», Διγεν.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σχοινί]] ή [[χορδή]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέρπω]], [[διασκεδάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]] ([[πρβλ]]. [[παρέλκω]], [[προσέλκω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:55, 24 August 2021
English (LSJ)
A draw to the side, ἡνίας APl.5.384,386; divert, τινὰ ἀπό τινος Ph.2.224:—Pass., ὑπό τινος Id.1.387; of cupping instruments, -έσθωσαν βιαίως ἄνω τε καὶ κάτω Orib.Fr.74.
German (Pape)
[Seite 111] (s. ἕλκω), weg-, hinüberziehen, anderswohin, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεθέλκω: ἕλκω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἡνίας Ἀνθ. Πλαν. 384, 386. - Παθ., Φίλων 1. 387.
French (Bailly abrégé)
tirer en arrière, ramener en tirant, retirer.
Étymologie: μετά, ἕλκω.
Greek Monolingual
μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)
1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ
2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι
μσν.
1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)
2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνω
αρχ.
1. τέρπω, διασκεδάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἕλκω (πρβλ. παρέλκω, προσέλκω)].
Greek Monotonic
μεθέλκω: οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, ἡνίας, σε Ανθ.