παρέλκω

English (LSJ)

A fut. παρελκύσω LXX Si.29.8 (v.l. παρελκύσῃς): aor. παρείλκυσα Ar.Nu.553: pf. παρείλκυκα PMagd.6.10(iii B. C.): pf. Pass. παρείλκυς μαι: —draw aside, π. πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O.7.46; παρέλκω τὸ ἀκόντισμα draw it out sideways, Plu.Cam.2; παρέλκω ἑαυτόν withdraw secretly, Id.Cleom.8; π. τινὰ ἀπὸ… Chrysipp. ap. D.L.7.182 (v.l.); π. ἡ φαντασία πρός τι S.E.P.2.77:—Med., draw aside to oneself, get hold of by craft, οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο Od.18.282.
2 lead alongside, as a led horse, Hdt.3.102:—Med., ὁ ἐλαύνων τὸν ἕτερον παρέλκεται Harp.s.v. ἅμιπποι:—Pass., παρέλκεσθαι ἐκ γῆς to be towed from the bank, Hdt. 2.96.
3 κενὰς παρέλκειν (τὰς κώπας, acc. to Sch.) pull them through the air, without dipping them, i.e. make a mere show of working, Ar.Pax 1306.
4 drag in, ὅταν ἀπορήσῃ... τότε π. αὐτόν (sc. τὸν νοῦν) Arist.Metaph.985a20; τὰ Ἰουδαϊκὰ εἰς τὸν μῦθον π. Plu.2.363d:—Pass., to be brought in as an accompaniment, Phld.Mus.p.95 K.
5 lug on the stage, or maul a play, Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾶν… παρείλκυσεν Ar.Nu.553.
II spin out in time, τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον π. ὀλίγας ἡμέρας Plb.2.70.3, etc.; μηδὲν παρέλκων without delay, SIG306.43 (Tegea, iv B. C.): c. acc., put off, fob off, τινα PMagd.l.c., etc.: abs., μὴ μύνῃσι παρέλκετε put not things off by excuses, Od.21.111; also π. τὸν χρόνον D.H.2.45, Luc.Am.54:—Pass., to be delayed, Plb.5.30.5, 22.4.11, D.H.10.19.
III intr., to be prolonged, continue, Luc.Am.25, Eun.Hist.p.260 D.; ἡδονῆς παρέλκοντα μέτρα Luc.Am.21.
2 to be redundant, περιττὰ καὶ παρέλκοντα Ph.1.227, cf. Phld.D.3.14, Arr. Epict.1.7.29, S.E.P.2.175; περὶ τῶν παρελκόντων λόγων, title of work by Chrysippus, Stoic.2.7: so in Gramm., τὰ παρέλκοντα A.D.Pron. 3.6:—Pass., τὰ ἐκ περιττοῦ παρελκόμενα τοῖς ἐπιτηδεύμασι things merely appended to the arts, extraneous additions to them, Plb.9.20.6, cf. D.H.4.20, Plu.2.386d, A.D.Pron.79.27.
IV intr., to be derived, ἀπό… ib.6.16.

German (Pape)

[Seite 514] (s. ἕλκω), 1) daneben od. auf die Seite ziehen, bei Seite bringen, herbeiziehen, Pol. 9, 20, 6 u. Sp.; u. med., für sich, d. i. an sich ziehen, raffen, δῶρα παρέλκετο, durch List oder sonst unrechtmäßiger Weise an sich bringen, Od. 18, 282; – an od. von der Seite ziehen, von Kameelen, die als σειραφόροι an beiden Seiten neben dem Joche ziehen, Her. 3, 102; vgl. Harpocr. v. ἅμιπποι; – γνάθους, Ar. Pax. 1305; verziehen od. bewegen. – Von dem Rechten abziehen, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν, Pind. Ol. 7, 46; παρέλκων ἑαυτὸν ἐκ τοῦ οἰκήματος, sich heimlich entziehend, Plut. Cleom. 8. – 2) intr., zögern, säumen; μὴ μύνῃσι παρέλκετε, Od. 21, 111, in die Länge ziehen; τὸν χρόνον, hinziehen, hinbringen, D. Hal. 2, 45; εἰ τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρείλκυσε τελέως ὀλίγας ἡμέρας, Pol. 2, 70, 3; u. pass., τῶν ὀψωνίων παρελκομένων καὶ καθυστερούντων, 5, 30, 5, vgl. 23, 2, 11; Sp. – 3) nebenher schleppen, überflüssig sein, Sp., besonders Gramm.; auch im pass., ἡ δὲ πέμπτη κλῆσις καὶ ἡ τελευταία παρείλκοντο, D. Hal. 4, 20; τὰ παρελκόμενα τοῖς ἐπιτηδεύμασι, was zu den Künsten gerechnet wird, ohne eigentlich ein wesentlicher Bestandtheil derselben zu sein, Pol. 9, 20, 6.

French (Bailly abrégé)

f. παρέλξω, ao. παρείλκυσα;
I. tr. 1 tirer de côté;
2 tirer hors du droit chemin ; tirer frauduleusement ou secrètement : ἑαυτὴν ἐκ τοῦ οἰκήματος PLUT se glisser sournoisement hors de la maison;
3 tirer au delà, prolonger, traîner en longueur, retarder, acc.;
II. intr. être superflu;
Moy. παρέλκομαι attirer à soi par habileté ou par ruse, acc..
Étymologie: παρά, ἕλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-έλκω (van opzij) slepen, trekken:; ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν aan elk van beide kanten een mannelijke (kameel), om te trekken Hdt. 3.102.3; ἐκ γῆς δὲ παρέλκεται (de schepen) worden vanaf het land erlangs gesleept Hdt. 2.96.3; μὴ κενὰς (sc. κωπὰς) παρέλκειν geen lege (d.w.z. onbemande) roeiriemen meeslepen (d.w.z. geen gasten met een lege maag laten zitten) Aristoph. Pax 1306; ἐγκείμενον τῷ τραύματι παρέλκων τὸ ἀκόντισμα sjorrend aan de speer die in de wond stak Plut. Cam. 2.2; overdr.:; Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾶν... παρείλκυσεν Eupolis sleepte zijn stuk ‘Marikas' ten tonele Aristoph. Nub. 553; med.. τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο zij ontfutselde geschenken aan hen Od. 18.282. rekken:; παρέλκειν πλείω χρόνον langer tijd rekken [Luc.] 49.54; abs.: μὴ μύνῃσι παρέλκετε rek geen tijd met uitvluchten Od. 21.111. intrans. slepen, van langere duur zijn:. ἡδονῆς παρέλκοντα μέτρα langduriger genot [Luc.] 49.21.

Russian (Dvoretsky)

παρέλκω: (fut. παρέλξω и παρελκύσω, aor. παρείλκῠσα; pf. pass. παρείλκυσμαι)
1 тянуть в сторону, оттягивать прочь (τὸ ἀκόντισμα Plut.): παρέλκεσθαι δῶρα Hom. выманивать себе подарки; π. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ οἰκήματος Plut. тайком уходить из дому; μὴ κενὰς (sc. γνάθους) π. Arph. не впустую шевелить челюстями, т. е. есть вовсю;
2 (преимущ. о пристяжных животных) тянуть со стороны Her.; буксировать: τὰ πλοῖα ἐκ γῆς παρέλκεται Her. суда буксируются вдоль берега;
3 привлекать на помощь (τὸν νοῦν Arst.);
4 (о времени) тянуть, затягивать, откладывать: μύνῃσι π. Hom. терять время на отговорки; π. τι ὀλίγας ἡμέρας Polyb. отложить что-л. на несколько дней;
5 расширять, удлинять (ἡδονῆς μέτρα Luc.): τὰ παρελκόμενά τινι Polyb. то, что служит продолжением или дополнением чего-л.

English (Autenrieth)

imp. παρέλκετε, mid. ipf. παρέλκετο: draw along, fig., prolong, put off, Od. 21.111; mid., draw aside to oneself, get hold of, Od. 18.282.

English (Slater)

παρέλκω draw aside ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.46)

Greek Monolingual

ΝΑ έλκω
1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη
2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.)
β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» — χωρίς αναβολή)
3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα με το ρεύμα κάποιο σκάφος, τραβώ γεντέκι («ἐκ γῆς παρέλκεται» — ρυμουλκείται (πλοίο) από την όχθη, Ηρόδ.)
4. πλεονάζω, περισσεύω
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ.) παρέλκει
είναι κάτι περιττό, πλεονάζει («η φράση παρέλκει»)
αρχ.
1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, κατορθώνω να λάβω κάτι με κάποιο τρόπο («οὔνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο», Ομ. Οδ.)
2. (για κάποιον που οδηγεί άλογο χειραγωγώντας το) σέρνω, οδηγώ, φέρνω από τα πλάγια
3. μέσ. παρέλκομαι
σέρνομαι μαζί, τραβιέμαι («ὁ ἐλαύνων τὸν ἕτερον παρέλκεται», Αρποκρ.)
4. παθ. σέρνομαι μέσα, εισάγομαι ως συνοδεία μέλους
5. επιμηκύνομαι, εξακολουθώ («ἐν γε τοῖς παροῦσιν ἥδιστα τὰ παρέλκοντα», Λουκ.)
6. παράγομαι («παρέλκειν ἀπό...»)
7. (για θέατρο) εισάγω στη σκηνή, ανεβάζω έργο («Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾱν πρῶτον παρείλκυσεν», Αριστοφ.)
8. μτφ. α) σέρνω μέσα σε κάτι, εισάγω («τὰ Ἰουδαϊκὰ εἰς τὸν μῡθον παρέλκειν», Πλούτ.)
β) προσποιούμαι ότι κάνω κάτι («μὴ κενὰς παρέλκειν τὰς κώπας» — να μην κωπηλατείς στον αέρα, να βυθίζεις τα κουπιά στο νερό, Αριστοφ.)
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τά παρέλκοντα
τα πλεονάζοντα, τα περιττά.

Greek Monotonic

παρέλκω: μέλ. -ξω, επίσης -ελκύσω [ῡ], αόρ. αʹ παρείλκῠσα, Παθ. παρακ. παρείλκυσμαι·
I. 1. παίρνω παράμερα, σύρω, εξαπατώ, σε Πίνδ. — Μέσ., σύρω τον εαυτό μου έξω, οδηγούμαι έξω, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.
2. οδηγώ πλαγίως, όπως οδηγεί κάποιος ένα άλογο, σε Ηρόδ.· παρέλκειν ἐκ γῆς, ρυμουλκώ πλοία από την όχθη, στον ίδ.
3. κενὰς παρέλκειν (ενν. τὰς κώπας), κωπηλατώ στον αέρα χωρίς να βυθίζω τα κουπιά, δηλ. παριστάνω ότι εργάζομαι, σε Αριστοφ.
II. επιμηκύνω, παρατείνω, μὴ μύνῃσι παρέλκετε, μην αναβάλλετε τα πράγματα με προφάσεις, σε Ομήρ. Οδ.
III. αμτβ., επιμηκύνομαι, εξακολουθώ, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρέλκω: μέλλ. -ξω, ὡσαύτως -ελκύσω: ἀόρ. παρείλκῠσα: παθ. πρκμ. παρείλκυσμαι. Σύρω κατὰ μέρος, παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 84· ἐγκείμενον τῷ τραύματι παρέλκων τὸ ἀκόντισμα, ἕλκων αὐτὸ πλαγίως πρὸς τὰ ἔξω, Πλουτ. Κάμιλλ. 2· παρέλκων ἑαυτὸν ἐκ τοῦ οἰκήματος, σύρων ἑαυτὸν ἐκ τοῦ οἰκήματος (εἰσείρπυσεν εἴς τι δωμάτιον χωρὶς νὰ παρατηρηθῇ), ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 8· π. τινὰ ἀπό .. Διογ. Λ. 7. 182· τινὰ πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 77· καὶ οὕτως ὁ Hemst διορθοῖ: ἄνδρα παρέλκειν (ἀντὶ -ελθεῖν) ἐν Θεοκρ. 16. 63. - Μέσ., ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν, κατορθώνω νὰ λαμβάνω τι διὰ γοητευτικοῦ καὶ ἀπατηλοῦ τρόπου, οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο Ὀδ. Σ. 282. 2) ὁδηγῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, ὡς ὁδηγεῖ τις ἵππον χειραγωγῶν αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 102, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄμμιποι· παρέλκειν ἐκ τῆς γῆς, ῥυμουλκεῖν [πλοῖα] ἀπὸ τῆς ὄχθης, Ἡρόδ. 2. 96. 3) κενὰς παρέλκειν (τὰς κώπας, κατὰ τὸν Σχολ.), κωπηλατεῖν εἰς τὸν ἀέρα, ἄνευ βυθίσεως τῶν κωπῶν εἰς τὸ ὕδωρ, δηλ. τὸ νὰ προσποιῆταί τις ὅτι ἐργάζεται χωρὶς νὰ πράττῃ τι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1306. 4) σύρων εἰσάγω, ὅταν ἀπορήσῃ …, τότε π. αὐτὸν (ἐξυπακ. τὸν νοῦν) Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 5. ΙΙ. ἐπιμηκύνω, παρατείνω, ἐπὶ χρόνου, Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾶν ... παρείλκυσεν Ἀριστοφ. Νεφ. 553· π. τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον ... ὀλίγας ἡμέρας Πολύβ. 2. 70, 3, πρβλ. 23. 2, 11, κτλ.· - ἀπολ., μὴ μύνῃσι παρέλκετε, μὴ ἀναβάλλετε τὸ πρᾶγμα διὰ προφάσεων, μὴ διατρίβετε προφασιζόμενοι, Ὀδ. Φ. 111· - ὡσαύτως, π. τὸν χρόνον Διον. Ἁλ. 2. 45, Λουκ. Ἔρωτ. 54. - Παθητ., ἐπιβραδύνομαι, Πολύβ. 5. 30, 5, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 19. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ἐπιμηκύνομαι, ἐξακολουθῶ, Λουκ. Ἔρωτ. 25· ἡδονῆς παρέλκοντα μέτρα αὐτόθι 21· - πλεονάζω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 7, 29, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 175, συχνὸν παρὰ τοῖς γραμμ.· οὕτως ἐν τῷ παθ, τὰ παρελκόμενα τοῖς ἐπιτηδεύμασι, πράγματα ἁπλῶς προσηρτημένα εἰς τὰς τέχνας, ἐξωτερικαὶ προσθῆκαι εἰς αὐτάς, Πολύβ. 9. 20, 6, πρβλ. Διον Ἁλ. 4. 20.

Middle Liddell

fut. ξω also -ελκύσω aor1 παρείλκῠσα perf. pass. παρείλκυσμαι
I. to draw aside, pervert, Pind.: —Mid. to draw aside to oneself, draw away from, τί τινος Od.
2. to lead alongside, as one does a led horse, Hdt.; παρέλκειν ἐκ γῆς to tow [boats] from the bank, Hdt.
3. κενὰς παρέλκειν (sc. τὰς κώπασ) to pull them through the air without dipping them, i. e. to make a mere show of working, Ar.
II. to drag to one side, put off, μὴ μύνῃσι παρέλκετε put not things off by excuses, Od.
III. intr. to be prolonged, to continue, Luc.