ἀσυνείδητος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asyneiditos | |Transliteration C=asyneiditos | ||
|Beta Code=a)sunei/dhtos | |Beta Code=a)sunei/dhtos | ||
|Definition=ον, (σύνοιδα) [[not privy to]] a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. | |Definition=ον, (σύνοιδα) [[not privy to]] a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[unbeknownst]], τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>123.16</span> (iii/iv A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυνείδητος''': -ον, ([[συνεῖδον]]) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. [[ἀσύνετος]], Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ [[τύπος]]: ἀσυνειδότως, [[ἄνευ]] συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255. | |lstext='''ἀσυνείδητος''': -ον, ([[συνεῖδον]]) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., [[ἀσυνειδήτως]], [[ἀσυνειδήτως]] τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. [[ἀσύνετος]], Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = [[ἀσυνέτως]], [[ἀπερισκέπτως]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ [[τύπος]]: [[ἀσυνειδότως]], [[ἄνευ]] συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de conciencia]] c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de conciencia]] c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείδητον]] = [[falta de reconocimiento]], [[obstinación]] τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.<br /><b class="num">2</b> abs. [[desalmado]] de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου [[δόξα]] Chrys.M.62.602.<br /><b class="num">3</b> [[ingrato]] ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνειδήτως]] = [[sin conciencia]] ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (<i>sic</i>) πρὸς [[ἀλλήλους]] <i>POxy</i>.123.16 (III/IV d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνείδητος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ασυνείδητο]], <i>το</i> (AM ἀσυνείδητον)<br />η [[έλλειψη]] συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει [[κανείς]] τι κάνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[συνείδηση]], αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ανήθικος]], [[άδικος]], [[κακοήθης]]<br /><b>3.</b> (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη [[συνειδητός]], αυτός που βρίσκεται στην [[περιοχή]] του ασυνείδητου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, [[αναπνοή]], νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[ασυνείδητο]], το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] ή [[επίγνωση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αχάριστος]], [[αγνώμων]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αναισθησία]], η [[σκληρότητα]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνείδητος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ασυνείδητο]], <i>το</i> (AM ἀσυνείδητον)<br />η [[έλλειψη]] συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει [[κανείς]] τι κάνει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ηθική]] [[συνείδηση]], αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ανήθικος]], [[άδικος]], [[κακοήθης]]<br /><b>3.</b> (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη [[συνειδητός]], αυτός που βρίσκεται στην [[περιοχή]] του ασυνείδητου<br /><b>4.</b> <b>φυσιολ.</b> «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, [[αναπνοή]], νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[ασυνείδητο]], το<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] ή [[επίγνωση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αχάριστος]], [[αγνώμων]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αναισθησία]], η [[σκληρότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 1 September 2022
English (LSJ)
ον, (σύνοιδα) not privy to a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν Onos.4.2. Adv. ἀσυνειδήτως = unbeknownst, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. POxy.123.16 (iii/iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείδητος: -ον, (συνεῖδον) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. ἀσύνετος, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ τύπος: ἀσυνειδότως, ἄνευ συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 εἶναι ἀδόκιμος, ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de conciencia c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2
•neutr. subst. τὸ ἀσυνείδητον = falta de reconocimiento, obstinación τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.
2 abs. desalmado de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου δόξα Chrys.M.62.602.
3 ingrato ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.
II adv. ἀσυνειδήτως = sin conciencia ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (sic) πρὸς ἀλλήλους POxy.123.16 (III/IV d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνείδητος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον)
η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος
2. (για πράξεις) ανήθικος, άδικος, κακοήθης
3. (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη συνειδητός, αυτός που βρίσκεται στην περιοχή του ασυνείδητου
4. φυσιολ. «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, αναπνοή, νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. ασυνείδητο, το
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν έχει συνείδηση ή επίγνωση για κάτι
2. αχάριστος, αγνώμων
3. το ουδ. ως ουσ. η αναισθησία, η σκληρότητα.