ἰοχέαιρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐοχέαιρα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> archeress, [[epithet]] of [[Artemis]]. [[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]] (P. 2.9)
|sltr=<b>ῐοχέαιρα</b> archeress, [[epithet]] of [[Artemis]]. [[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]] (P. 2.9)
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 12:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοχέαιρα Medium diacritics: ἰοχέαιρα Low diacritics: ιοχέαιρα Capitals: ΙΟΧΕΑΙΡΑ
Transliteration A: iochéaira Transliteration B: iocheaira Transliteration C: iocheaira Beta Code: i)oxe/aira

English (LSJ)

ἡ, (ἰός A) A arrow-pourer, shooter of arrows, epithet of Artemis, Il.5.53, etc.; ἰ. παρθένος Pi.P.2.9: as substantive, Ἰοχέαιρα Il.21.480, Od. 11.198, Schwyzer 758 (vi B.C.), IG14.1389i53; later ἰ. φαρέτρα AP 6.9 (Mnasalc.). II (ἰός B) poison-shedding, of serpents, Nic.Fr. 33. (-χέϝαιρα from χέω, not as expld. by Apollon.Lex. etc. from χαίρω.) [ῑ as in ἰός: yet ῐ in Pi.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; φαρέτρα Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοχέαιρα: ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. φαρέτρα Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ ζῷον (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον μέρος τῆς λέξεως εἶναι: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, οὐχί, ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ χαίρω). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοχέαιρα· τοξοφόρος. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
adj. f.
qui lance des traits (Artémis) ; ἡ Ἰοχέαιρα IL la déesse qui lance des traits (Artémis).
Étymologie: ἰός, χέω.

English (Slater)

ῐοχέαιρα archeress, epithet of Artemis. ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9)

Spanish

disparadora de flechas

Greek Monolingual

(I)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
1. (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.)
2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα
η Άρτεμις
3. αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙ) + -χέαιρα. Το β' συνθετικό < χέω κατ' αναλογία προς τα γέρ-αιρα, χίμ-αιρα ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. χεFαρ. Κατ' άλλη άποψη -χέαιρα < χείρ, οπότε η δομή του συνθ. είναι ανάλογη του αρχ. ινδ. isu-hasta- «που κρατάει βέλος στο χέρι του». Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ερμηνεύει το ἰοχέαιρα (ΙΙ)·].
(II)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
(ως επίθ. του φιδιού ασπίς) αυτή που εκχύνει δηλητήριο («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ ζῷον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + -χέαιρα. Βλ. ιοχέαιρα (Ι)].

Greek Monotonic

ἰοχέαιρα: [ῑ], ἡ, αυτή που ρίχνει βέλη, τοξοβόλος, επίθ. της Άρτεμης, σε Όμηρ. (πιθ. από το χέω, όχι από το χαίρω).

Russian (Dvoretsky)

ἰοχέαιρα: (ῑο, у Pind. ῐο) ἡ ἰός I] стрелометательница (Ἄρτεμις Hom.; παρθένος Pind.; φαρέτρα Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj..
Meaning: attribute of Artemis, also used as substantive (Hom.; Pi. P. 2, 9 [with shortening of the ἰ-], poet. inscr.), also of the φαρέτρα (AP 6, 9); also name of the viper (Nic. Fr. 33).
Origin: IE [Indo-European] [16] *h₂isu- arrow and [447] *ǵʰesr- hand
Etymology: Since antiquity mostly explained as shaking out arrows, arrow-shootress, from ἰός arrow and χέω, cf. δούρατ' ἔχευαν Ε 618; through learned play by Nic. referring to ἰός poison. The 2. member was shaped after χίμαιρα, γέραιρα a. o. (Schwyzer 452 a. 475, Chantraine Formation 104); as it never existed as an independent word, it cannot be seen whether it is derived from an ρ-stem *χέϜ-αρ (Benveniste Origines 27) or from an ν-stem (πίειρα : πίων, πέπειρα : πέπων). - However, Heubeck Beitr. z. Namenforschung 7, 275ff. derived it (with Pisani; objections by Belardi Doxa 3, 208, Fraenkel Ling. Posn. 4, 96) from ἰός and χείρ as who has the arrow(s) in her hand; this is supported by Skt. formations, e. g. íṣu-hasta- who holds an arrow in the hand, śūla-hasta- ... a lance in .... On the formal aspects s. on χείρ (s. v.). - Not with Ehrlich Sprachgeschichte 48 as crying (a) hunting cry from ἰά cry and a verb call (Skt. hávate); cf. Kretschmer Glotta 4, 350. Also R. Schmitt, Dicht. u. Dichterspr. 177ff.

Middle Liddell

ἰ¯ο-χέαιρα, ἡ,
arrow-pourer, shooter of arrows, of Artemis, Hom. [Prob. from χέω, not from χαίρω.]

Frisk Etymology German

ἰοχέαιρα: {iokhéaira}
Grammar: f.
Meaning: Attribut der Artemis, auch substantivisch gebraucht (Hom.; Pi. P. 2, 9 [mit Kürzung des ἰ-], poet. Inschr.), auf die φαρέτρα übertragen (AP 6, 9); auch Ben. der Viper (Nik. Fr. 33).
Etymology : Seit dem Altertum gewöhnlich als Pfeile ausschüttend, Pfeilschützin erklärt, von ἰός Pfeil und χέω, vgl. δούρατ’ ἔχευαν Ε 618; durch gelehrte Spielerei von Nik. auf ἰός Gift bezogen. Das Hinterglied ist nach χίμαιρα, γέραιρα u. a. geformt (Schwyzer 452 u. 475, Chantraine Formation 104); da es als selbständiges Wort nie existiert hat, ist nicht zu entscheiden, ob es auf einen ρ-Stamm *χέϝαρ (Benveniste Origines 27) oder auf einen ν-Stamm (πίειρα : πίων, πέπειρα : πέπων) zurückzuführen ist. — Dagegen nach Heubeck Beitr. z. Namenforschung 7, 275ff. (mit Pisani; Einwände bei Belardi Doxa 3, 208, Fraenkel Ling. Posn. 4, 96) von ἰός und χείρ als ‘die den Pfeil (die Pfeile) in der Hand hält’; für diese Deutung sprechen namentlich ähnliche aind. Bildungen, z. B. íṣu-hasta- der einen Pfeil in der Hand hält, śūla-hasta- der eine Lanze in der Hand hält. Zum Formalen s. zu χείρ. — Nicht mit Ehrlich Sprachgeschichte 48 als Jagdruf gellend von ἰά Geschrei und einem Verb rufen (aind. hávate); vgl. Kretschmer Glotta 4, 350.
Page 1,731-732