καταιτιάομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> καταιτιάσομαι, <i>ao. au sens Pass.</i> κατῃτιάθην, <i>pf.</i> κατῃτίαμαι;<br /><b>1</b> <i>au sens Act.</i> accuser, faire des reproches : τινα <i>ou</i> τινος à qqn ; [[τι]] reprocher qch ; τινα [[περί]] τινος blâmer qqn de qch;<br /><b>2</b> <i>Pass. (à | |btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> καταιτιάσομαι, <i>ao. au sens Pass.</i> κατῃτιάθην, <i>pf.</i> κατῃτίαμαι;<br /><b>1</b> <i>au sens Act.</i> accuser, faire des reproches : τινα <i>ou</i> τινος à qqn ; [[τι]] reprocher qch ; τινα [[περί]] τινος blâmer qqn de qch;<br /><b>2</b> <i>Pass. (à l'ao. et au pf.)</i> être accusé : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰτιάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:07, 5 September 2022
English (LSJ)
A accuse, arraign, ἀλλήλους Hdt.6.14; τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Men.618; τινὰ περί τινος D.57.27; τινὰς ἀσεβείας D.C.68.1, cf. J.AJ8.13.3; τινα c. inf., Χρήματα εἰληφέναι D.C.Fr.104.3; τινος X.Cyr.6.1.4(v.l.): abs. in med.sense, accuse one another, Hdt.5.92.γ:—Pass., PTeb.64 (a).84 (ii B.C.). 2 c. acc. rei, lay something to one's charge, impute, ἀμαθίαν Th.3.42; καταιτιώμενος ταῦτα D.21.118. II aor. 1 part. Pass. καταιτιαθείς in pass. sense, accused person, defendant, οἱ κ. Th.6.60, Plb.30.32.11; οἱ ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. Id.3.5.4: c. inf., καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι X.HG1.1.32; so also οἱ κατῃτιαμένοι Plb.32.3.14; κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν D.S.4.31.
German (Pape)
[Seite 1351] dep. med., beschuldigen, anklagen; ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. 5, 92; εἰ γὰρ ἀμαθίαν κατῃτιῶντο Thuc. 3, 42; τινά τινος, wie ἀσεβείας D. Cass. 68, 1; – aor. pass. hat passive Bdtg, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Thuc. 6, 60; Xen. Hell. 1, 1, 32; Pol. 3, 5, 4; perf., 32, 7, 14; φήσας αὐτὸν ψευδῶς κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν. D. Sic. 4, 31.
Greek (Liddell-Scott)
καταιτιάομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἀποθ.:- ἐντελῶς αἴτιόν τινα νομίζω, ἀποδίδω εἰς αὐτὸν ἐνοχὴν κακοῦ, κατηγορῶ, ὀνειδίζω, τινα Ἡρόδ. 6. 14· τὶ σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 116· καταιτιάσηται αὐτὸν ζῶντα Δημ. 1306. 28· τινα ἀσεβείας Δίων Κ. 68. 1· τινα, μετ’ ἀπαρ., κατῃτιᾶτο αὐτὸν χρήματα εἰληφέναι ὁ αὐτ. ἐν Exc. Peiresc. 128·- ἀπολ., ἐν μέσ. ἀλληλοπαθεῖ σημασίᾳ, κατηγορῶ ἀμοιβαίως καὶ κατηγοροῦμαι, ἀλλήλων ἥπτοντο καταιτιεύμενοι Ἡρόδ. 5. 92, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιβάλλω τι ὡς κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταλογίζω, ἀμαθίαν Θουκ. 3. 42· καταιτιώμενος ταῦτα Δημ. 553, 7. ΙΙ. ἡ μετοχ. ἀορ. α΄ παθ. καταιτιαθεὶς εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Θουκ. 6. 60· τοὺς ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. ἀπολύσαντες τῆς διαβολῆς Πολύβ. 3. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 32· οὕτω καί, οἱ κατῃτιαμένοι Πολύβ. 32. 7, 14., 33. 1, 4· καὶ μετ’ αἰτ., φήσας αὐτὸν κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν, ὅτι εἶχε κατηγορηθῇ διὰ τὴν κλοπήν, Διόδ. 4. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. καταιτιάσομαι, ao. au sens Pass. κατῃτιάθην, pf. κατῃτίαμαι;
1 au sens Act. accuser, faire des reproches : τινα ou τινος à qqn ; τι reprocher qch ; τινα περί τινος blâmer qqn de qch;
2 Pass. (à l'ao. et au pf.) être accusé : τι de qch.
Étymologie: κατά, αἰτιάομαι.
Greek Monotonic
καταιτιάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.
I. 1. κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι, προσβάλλω, σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., κατηγορώ και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω κάτι σαν κατηγορία εναντίον κάποιου άλλου, καταλογίζω, ἀμαθίαν, σε Θουκ.
II. η Παθ. μτχ. αορ. αʹ καταιτιαθείς, χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμενος, εναγόμενος, στον ίδ., σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αιτιάομαι beschuldigen, verwijten maken, met acc. van pers.:; ἀλλήλους elkaar Hdt. 6.14.1; met gen. van pers.:; ἀδίκως... Ὑστάσπου τοῦδε καταιτιῶμαι ten onrechte beschuldig ik Hystaspes hier Xen. Cyr. 6.1.4; met acc. van de zaak of inf.: beschuldigen van:; ἀμαθίαν van onbegrip Thuc. 3.42.3; καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι ervan beschuldigd dat te hebben gedaan Xen. Hell. 1.1.32; ptc. aor. pass. subst.: οἱ καταιτιαθέντες de beschuldigden.
Russian (Dvoretsky)
καταιτιάομαι:
1) med. обвинять, винить (τινα Her. и τινος Xen.; τινα περί τινος Dem.; πολλά Plut.): ἀμαθίαν κ. Thuc. винить (или упрекать) в невежестве;
2) pass. быть обвиняемым, обвиняться (ταῦτα πρᾶξαι Xen.; τὴν κλοπήν Diod.): οἱ καταιτιαθέντες Thuc. и οἱ κατητιᾱμένοι Polyb. те, которые считались виновными, обвиняемые.
Middle Liddell
fut. άσομαι
I. Dep. to accuse, arraign, reproach, Hdt., Dem.:—Mid. to accuse one another, Hdt.
2. c. acc. rei, to lay something to one's charge, impute, ἀμαθίαν Thuc.
II. part. aor1 pass. καταιτιαθείς is used in pass. sense, an accused person, defendant, Thuc., Xen.