αὐερύω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀναρρύω]]. | |dgtxt=v. [[ἀναρρύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> αὐέρυον <i>et ao. 3ᵉ pl.</i> αὐέρυσαν;<br /><b>1</b> tirer en arrière le cou d'une victime pour l'égorger;<br /><b>2</b> tirer à soi (la corde d'un arc).<br />'''Étymologie:''' p. *ἀνα-Ϝερύω > *[[ἀν]]-Ϝερύω > *ἀϜ-Ϝερύω > [[αὐερύω]], v. [[ἐρύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐερύω''': Ἐπ. ἀόρ. αὐέρῠσα: - [[ἕλκω]] τι [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], τὰς [στήλας] οἵγ’ αὐέρυον Ἰλ. Μ. 261· [[ἕλκω]] τὸ [[τόξον]], αὐερύοντα παρ’ ὦμον Θ. 325· τὸ πλεῖστον ἀπολ., ἐν [[θυσία]], [[ἕλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν [[αὐτοῦ]], αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν, «ἐκ [[τοὐπίσω]] ἀνέκλασεν τὸν τράχηλον τοῦ θυομένου ἱερείου» (Σχόλ.) (πρβλ. [[σφάζω]]), Λ. 459., Β. 422, Πινδ. Ο. 13. 114. ΙΙ. ἐπὶ βδελλῶν, μυζῶ, βυζαίνω, Ὀππ. Ἁλ. 2, 603 (Δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ αὖ καὶ [[ἐρύω]], [[ἐπειδὴ]] τὸ αὖ [[οὐδαμοῦ]] κεῖται ἐπὶ τῆς τοπικῆς σημ. τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]]· ὁ Döderl θεωρεῖ τὰ α ὡς κατέχον τὴν θέσιν τῆς ἀνὰ καὶ τὸ υ ὡς = τῷ F, [[ὥστε]] τὸ [[ῥῆμα]] θὰ ἦτο [[κυρίως]] ἀνFερύω· πρβλ. [[καυάξαις]] ἀντὶ κατFάξαις καὶ ἴδε· [[κατάγνυμι]].) | |lstext='''αὐερύω''': Ἐπ. ἀόρ. αὐέρῠσα: - [[ἕλκω]] τι [[ὀπίσω]] ἢ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], τὰς [στήλας] οἵγ’ αὐέρυον Ἰλ. Μ. 261· [[ἕλκω]] τὸ [[τόξον]], αὐερύοντα παρ’ ὦμον Θ. 325· τὸ πλεῖστον ἀπολ., ἐν [[θυσία]], [[ἕλκω]] τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], [[ὅπως]] δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν [[αὐτοῦ]], αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν, «ἐκ [[τοὐπίσω]] ἀνέκλασεν τὸν τράχηλον τοῦ θυομένου ἱερείου» (Σχόλ.) (πρβλ. [[σφάζω]]), Λ. 459., Β. 422, Πινδ. Ο. 13. 114. ΙΙ. ἐπὶ βδελλῶν, μυζῶ, βυζαίνω, Ὀππ. Ἁλ. 2, 603 (Δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ αὖ καὶ [[ἐρύω]], [[ἐπειδὴ]] τὸ αὖ [[οὐδαμοῦ]] κεῖται ἐπὶ τῆς τοπικῆς σημ. τοῦ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]]· ὁ Döderl θεωρεῖ τὰ α ὡς κατέχον τὴν θέσιν τῆς ἀνὰ καὶ τὸ υ ὡς = τῷ F, [[ὥστε]] τὸ [[ῥῆμα]] θὰ ἦτο [[κυρίως]] ἀνFερύω· πρβλ. [[καυάξαις]] ἀντὶ κατFάξαις καὶ ἴδε· [[κατάγνυμι]].) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:15, 1 October 2022
English (LSJ)
i. e. ἀϝ-ϝερύω, Ep. for ἀν-ϝερύω, = Att. ἀναρρύω: aor. αὐέρῠσα:—A draw back or backwards, τὰς [στήλας] οἵ γ' αὐέρυον pulled them backwards, Il.12.261; τόξον αὐερύοντα παρ' ὦμον 8.325: mostly abs., in sacrifice, draw the victim's head back, so as to cut its throat, αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν 1.459, cf. Pi.O.13.81, Theoc.25.241, AP6.96 (Eryc.). II of leeches, suck, Opp.H.2.603.
Spanish (DGE)
v. ἀναρρύω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. αὐέρυον et ao. 3ᵉ pl. αὐέρυσαν;
1 tirer en arrière le cou d'une victime pour l'égorger;
2 tirer à soi (la corde d'un arc).
Étymologie: p. *ἀνα-Ϝερύω > *ἀν-Ϝερύω > *ἀϜ-Ϝερύω > αὐερύω, v. ἐρύω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐερύω: Ἐπ. ἀόρ. αὐέρῠσα: - ἕλκω τι ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, τὰς [στήλας] οἵγ’ αὐέρυον Ἰλ. Μ. 261· ἕλκω τὸ τόξον, αὐερύοντα παρ’ ὦμον Θ. 325· τὸ πλεῖστον ἀπολ., ἐν θυσία, ἕλκω τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅπως δυνηθῶ νὰ κόψω τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν, «ἐκ τοὐπίσω ἀνέκλασεν τὸν τράχηλον τοῦ θυομένου ἱερείου» (Σχόλ.) (πρβλ. σφάζω), Λ. 459., Β. 422, Πινδ. Ο. 13. 114. ΙΙ. ἐπὶ βδελλῶν, μυζῶ, βυζαίνω, Ὀππ. Ἁλ. 2, 603 (Δὲν δύναται νὰ εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ αὖ καὶ ἐρύω, ἐπειδὴ τὸ αὖ οὐδαμοῦ κεῖται ἐπὶ τῆς τοπικῆς σημ. τοῦ πρὸς τὰ ὀπίσω· ὁ Döderl θεωρεῖ τὰ α ὡς κατέχον τὴν θέσιν τῆς ἀνὰ καὶ τὸ υ ὡς = τῷ F, ὥστε τὸ ῥῆμα θὰ ἦτο κυρίως ἀνFερύω· πρβλ. καυάξαις ἀντὶ κατFάξαις καὶ ἴδε· κατάγνυμι.)
English (Autenrieth)
(ἀνά, ϝερύω), aor. αὐέρυσα: draw up or back; of drawing a bow, Il. 8.325; loosening props, Il. 12.261; and especially of bending back the heads of victims, for the knife, Il. 1.459.
English (Slater)
αὐερύω v. ἀναρύω
Greek Monolingual
αὐερύω (Α)
1. ανασύρω, τραβώ προς τα πίσω
2. (για θυσίες) τραβώ το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω για να το σφάξω
3. (για βδέλλες) απομυζώ, ρουφάω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αιολικός τ. αυερύω < αF-Fερύω < αν-Fερύω (με αφομοίωση του -F-) < ανα-Fερύω, με αποκοπή της προθέσεως ανά (βλ. και λ. ερύω)].
Greek Monotonic
αὐερύω: Επικ. αορ. αʹ αὐέρῠσα, έλκω πίσω ή προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· έλκω το τόξο, στο ίδ· απόλ. σε θυσία, έλκω το κεφάλι του θύματος προς τα πίσω έτσι ώστε να κόψω το λαιμό του, στο ίδ. (Δύσκολα θα μπορούσε να είναι σύνθετο από αὖ και ἐρύω, καθώς το αὖ πουθενά δεν χρησιμ. με την τοπική σημασία του πίσω· πιθ. από ἀνερύω, δηλ. ἀν-Ϝερύω).
Russian (Dvoretsky)
αὐερύω:
1) оттягивать назад (παρ᾽ ὦμον, sc. νευρήν Hom.): αὐέρυσαν καὶ ἔσφαξαν Hom. они загнули назад (головы жертвенных животных) и закололи (их); αὐ. τὸ φίλημα Anth. целовать взасос;
2) выворачивать (στήλας Hom.).
Frisk Etymological English
See also: ἐρύω
Middle Liddell
to draw back or backwards, Il.; to draw the bow, Il.: absol., in a sacrifice, to draw the victim's head back, so as to cut its throat, Il. [It can hardly be a compd. of αὖ ἐρύω, for αὖ is never elsewhere used in the local sense of back: perhaps for ἀνερύω, i. e. ἀνϝερύω.]
Frisk Etymology German
αὐερύω: {auerúō}
Forms: Aor. αὐερύσαι
Grammar: v.
Meaning: zurückziehen (Hom., Pi. u. a.).
Etymology: Äol. aus *ἀνϝερύω über *ἀϝϝερύω, Bechtel Lex. s. v., Schwyzer 106 und 224 m. Lit. Weiteres s. ἐρύω.
Page 1,184