μεγαλοψυχία: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei [[μεγαλόψυχος]] zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der [[μικροψυχία]] u. der [[χαυνότης]] als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0108.png Seite 108]] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei [[μεγαλόψυχος]] zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der [[μικροψυχία]] u. der [[χαυνότης]] als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> magnanimité;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλόψυχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλοψῡχία''': ἡ, [[ἀρετὴ]] μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· [[ὡσαύτως]], παραπλησίως τῷ [[μεγαλοπρέπεια]], Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀφροσύνη]], «δογκιχωτισμός». | |lstext='''μεγᾰλοψῡχία''': ἡ, [[ἀρετὴ]] μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· [[ὡσαύτως]], παραπλησίως τῷ [[μεγαλοπρέπεια]], Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὑπερηφανία]], [[ὑπεροψία]], Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἀφροσύνη]], «δογκιχωτισμός». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5. 2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28. 3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».
Greek Monolingual
και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεγᾰλοψῡχία: ἡ,
1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψῡχία: ἡ
1) душевное величие, возвышенный образ мыслей, благородство Arst.;
2) восторженность, пылкость Plat.;
3) величие, великолепие (τῶν πεπραγμένων Diod.);
4) великодушие, щедрость Polyb.;
5) высокомерие, надменность Dem.
Middle Liddell
μεγᾰλοψῡχία, ἡ,
1. greatness of soul, magnanimity, Arist.:—in bad sense, arrogance, Dem.
2. of things, magnificence, Dem. [from μεγᾰλόψῡχος]