συμψηφίζω: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0994.png Seite 994]] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0994.png Seite 994]] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=compter ensemble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμψηφίζομαι voter avec, être d'accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ψηφίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμψηφίζω''': [[συγκαταλέγω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[ψηφίζω]] μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., Βυζ. | |lstext='''συμψηφίζω''': [[συγκαταλέγω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[ψηφίζω]] μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 09:11, 2 October 2022
English (LSJ)
A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2. II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.
German (Pape)
[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.
French (Bailly abrégé)
compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d'accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.
Greek (Liddell-Scott)
συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.
English (Strong)
from σύν and ψηφίζω; to compute jointly: reckon.
English (Thayer)
1st aorist συνεψηφισα; to compute, count up: τάς τιμάς, τίνι, to vote with one, Aristophanes Lysias, 142.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ ψηφίζω
λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ)
νεοελλ.
συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό
μσν.
1. ψηφίζω μαζί με κάποιον
2. παθ. συμψηφίζομαι
συνεκλέγομαι ή συμπροτείνομαι για εκλογή
αρχ.
μέσ. ψηφίζω με κάποιον την ίδια γνώμη.
Greek Monotonic
συμψηφίζω: μέλ. -σω, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, συναριθμώ, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συμψηφίζω:
1) подсчитывать, складывать (τὰς τιμάς NT);
2) med. голосовать вместе: σ. τινι Arph. поддерживать кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ψηφίζω act. bij elkaar optellen, berekenen:. συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν zij telden de waarden ervan bij elkaar op NT Act. Ap. 19.19. med. meestemmen met, dezelfde stem uitbrengen als, met dat.. Aristoph. Lys. 142.
Middle Liddell
fut. σω
to reckon together, count up, NTest.
Chinese
原文音譯:sumyhf⋯zw 沁-普些非索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-小圓石(計數)
字義溯源:一同計算,數,計算,算計,記錄;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(ψηφίζω)=用小圓石計算數目)組成,其中 (ψηφίζω)出自(ψῆφος)=小圓石), (ψῆφος)出自(ψηλαφάω)=操作),而 (ψηλαφάω)出自(ψάλλω)*=彈琴,歌唱)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們計算(1) 徒19:19