βοηλάτης: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> qui pousse des bœufs devant soi, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> qui aiguillonne les bœufs ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> laboureur;<br /><b>2</b> qui pique et tourmente les bœufs (taon);<br /><b>II.</b> qui conduit des bœufs, conducteur d'un attelage de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> qui pousse des bœufs devant soi, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> qui aiguillonne les bœufs ; <i>d'où</i><br /><b>1</b> laboureur;<br /><b>2</b> qui pique et tourmente les bœufs (taon);<br /><b>II.</b> qui conduit des bœufs, conducteur d'un attelage de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βοηλάτης]] -ου, ὁ [[βοῦς]], [[ἐλαύνω]] ossendrijver; overdr. voor een gedicht met een rund als prijs; Pind.; adj. runderen kwellend:. βοηλάτην μύωπα een runderen kwellende horzel Aeschl. Suppl. 307. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοηλάτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[погонщик рогатого скота или пастух]] Lys., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[получающий в награду быка]] ([[διθύραμβος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[мучитель рогатого скота]] ([[μύωψ]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[крадущий быков]] ([[Ἑρμῆς]] Anth.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]<br /><b class="num">I.</b> one that drives [[away]] oxen, a [[cattle]]-lifter, Anth.<br /><b class="num">II.</b> ox-[[driving]], Anth. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''βοηλάτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ ([[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αρπάζει τα βόδια, [[κλέφτης]] βοδιών, ζωοκλέφτης, [[άρπαγας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγός]] κοπαδιού βοδιών, [[βοσκός]], στο ίδ. | |lsmtext='''βοηλάτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ ([[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αρπάζει τα βόδια, [[κλέφτης]] βοδιών, ζωοκλέφτης, [[άρπαγας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγός]] κοπαδιού βοδιών, [[βοσκός]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βοηλάτης''': -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, ([[βοῦς]], [[ἐλαύνω]]) = ὁ ἀπάγων [[βοῦς]], [[κλέπτης]] βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς [[βοῦς]] κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, [[ῥάβδος]] Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς [[βοῦς]] βασανίζων, [[μύωψ]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων [[βοῦς]], Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. [[διθύραμβος]], [[ὅστις]] κερδαίνει ταῦρον ὡς [[βραβεῖον]] · ἢ δυνατὸν ἡ [[λέξις]] νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[driver of oxen]] | |woodrun=[[driver of oxen]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλάτις, ιδος, ἡ· (βοῦς, ἐλαύνω):—A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.). II ox-driving, ῥάβδος APl.4.200 (Mosch.); ox-tormenting, μύωψ A.Supp.307. III cattle-driver, Lys.7.19, Pl.Plt.261d, PLond.3.1177.112 (ii A. D.). IV βοηλάτης διθύραμβος = the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. βοηλάτας Pi.O.13.19
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1aguijoneador de la res β. μύωψ A.Supp.307.
2 de donde conductor de ganado β. διθύραμβος en la procesión sacrificial, Pi.l.c., cf. Hld.3.2.1.
II subst.
1 boyero, vaquero, pastor de ganado Pl.Plt.261d, Plu.Cat.Ma.4, Ael.VH 9.23
•en una expedición milit., D.Chr.12.17
•conductor de carreta de bueyes, carretero Lys.7.19, PLond.1177.112, 119 (II d.C.), PAmh.155.3 (V d.C.) en BL 1.5.
2 abigeo de Hermes, S.Fr.314.123, AP 11.176 (Lucill.)
•de Heracles, Lyc.1346.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, 1) Rinder wegtreibend, raubend, Lucill. 41 (XI, 176); Lycophr. 1346. – 2) Ochsen treibend, stechend, μύωψ Aesch. Suppl. 608; Ochsenhirt, Plat. Polit. 261 d; der Ackermann mit seinem Gespann, Lys. 7, 19. – 3) διθύραμβος Pind. Ol. 13, 19, einen Ochsen als Siegespreis davontragend.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. qui pousse des bœufs devant soi, d'où
I. qui aiguillonne les bœufs ; d'où
1 laboureur;
2 qui pique et tourmente les bœufs (taon);
II. qui conduit des bœufs, conducteur d'un attelage de bœufs.
Étymologie: βοῦς, ἐλαύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηλάτης -ου, ὁ βοῦς, ἐλαύνω ossendrijver; overdr. voor een gedicht met een rund als prijs; Pind.; adj. runderen kwellend:. βοηλάτην μύωπα een runderen kwellende horzel Aeschl. Suppl. 307.
Russian (Dvoretsky)
βοηλάτης: ου ὁ
1) погонщик рогатого скота или пастух Lys., Plat.;
2) получающий в награду быка (διθύραμβος Pind.);
3) мучитель рогатого скота (μύωψ Aesch.);
4) крадущий быков (Ἑρμῆς Anth.).
Middle Liddell
βοῦς, ἐλαύνω
I. one that drives away oxen, a cattle-lifter, Anth.
II. ox-driving, Anth.
Greek Monolingual
βοηλάτης, ο (θηλ. -άτις, η) (Α)
1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης
2. ο βουκόλος
3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν
4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν
5. φρ. «βοηλάτης διθύραμβος» — διθύραμβος του οποίου ο ποιητής κερδίζει ταύρο ως βραβείο ή ο οποίος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου-Ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ηλάτης < ελαύνω, με επίδραση του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ηλάτης) του β' συνθετικού (πρβλ. αμαξηλάτης, αρματηλάτης, ιππηλάτης, ξενηλάτης, στρατηλάτης κ.ά.)].
Greek Monotonic
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. -ηλάτις, -ιδος, ἡ (βοῦς, ἐλαύνω),
I. αυτός που αρπάζει τα βόδια, κλέφτης βοδιών, ζωοκλέφτης, άρπαγας, σε Ανθ.
II. οδηγός κοπαδιού βοδιών, βοσκός, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, (βοῦς, ἐλαύνω) = ὁ ἀπάγων βοῦς, κλέπτης βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, ῥάβδος Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς βοῦς βασανίζων, μύωψ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων βοῦς, Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. διθύραμβος, ὅστις κερδαίνει ταῦρον ὡς βραβεῖον · ἢ δυνατὸν ἡ λέξις νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ.