πήγανον: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />rue, <i>plante à feuilles grasses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | |btext=ου (τό) :<br />rue, <i>plante à feuilles grasses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πήγανον -ου, τό [πήγνυμι] wijnruit (een plant). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πήγᾰνον:''' τό бот. рута NT: οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ εἶναι погов. Arph. не быть ни в начале, ни в конце, т. е. быть совершенным новичком ([[σέλινον]] «[[сельдерей]]» и π. сажались по краям огорода). | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πήγᾰνον:''' τό, ο [[απήγανος]], Λατ. [[ruta]]· παροιμ., <i>οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ</i>, δηλ. [[μόλις]] και [[μετά]] βίας στην [[άκρη]] ή στην [[αρχή]], [[επειδή]] αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πήγᾰνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀπήγαγον», Θεοπόμπ. Ἱστ. 200, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 4, κ. ἀλλ. (παρὰ τῷ Νικ. [[ῥυτή]], Λατ. ruta)· π. κηπευτόν, καὶ ὀρεινόν, ἢ ἥμερον καὶ ἄγριον, Διοσκ. 3. 52 κἑξ., κτλ.· ― παροιμ., οὐδὲ μὲν γε οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, [[οὔπω]] οὐδὲ ἀρχὴν ἔχεις τοῦ πράγματος, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν [[μηδὲ]] κατὰ τὸ ἐλάχιστον διηνυκότων οἷς ἐπέθεντο· μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν κήπων· ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικήποις τὰ σέλινα καὶ πήγανα κατεφύτευον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 480, πρβλ. [[περίκηπος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ [[πήγνυμι]], ὡς ἐκ τῶν παχέων καὶ σαρκωδῶν φύλλων [[αὐτοῦ]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 21:00, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, rue, Ruta graveolens, Diocl.Fr.138, Theopomp.Hist. 177 (a), Alex.127.8, Thphr.HP1.3.4, al., Nic.Al.413; π. ὀρεινόν, ἄγριον, mountain rue, Ruta halepensis, Dsc.3.45 (but π. ἄγριον, = μῶλυ, ib.46): prov., οὐδ' ἐν δελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, i.e. scarcely at the edge or beginning of a thing, because these herbs were planted for borders in gardens, Ar.V.480; cf. περίκηπος.
German (Pape)
[Seite 608] τό, Raute; Ar. Vesp. 480; Theophr. u. Sp.; bei Nic. ῥυτή, dah. lat. ruta; π. κηπευτόν, Gartenraute, π. ὀρεινόν, wilde Raute (wahrsch. von πήγνυμι, wegen der fetten, fleischigen Blätter).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
rue, plante à feuilles grasses.
Étymologie: πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήγανον -ου, τό [πήγνυμι] wijnruit (een plant).
Russian (Dvoretsky)
πήγᾰνον: τό бот. рута NT: οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ εἶναι погов. Arph. не быть ни в начале, ни в конце, т. е. быть совершенным новичком (σέλινον «сельдерей» и π. сажались по краям огорода).
Spanish
English (Strong)
from πήγνυμι; rue (from its thick or fleshy leaves): rue.
English (Thayer)
πηγανου, τό (thought to be from πήγνυμι to make solid, on account of its thick, fleshy leaves; cf. Vanicek, p. 457), rue: Theophrastus, hist. plant. 1,3, 4; Dioscorid. 3,45 (52); Plutarch, others) (B. D., under the word; Tristram, Nat. Hist. etc., p. 478; Carruthers in the Bible Educator, iii. 216f.)
Greek Monotonic
πήγᾰνον: τό, ο απήγανος, Λατ. ruta· παροιμ., οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, δηλ. μόλις και μετά βίας στην άκρη ή στην αρχή, επειδή αυτά τα χόρτα οριοθετούσαν τις άκρες των παρτεριών, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πήγᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀπήγαγον», Θεοπόμπ. Ἱστ. 200, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 4, κ. ἀλλ. (παρὰ τῷ Νικ. ῥυτή, Λατ. ruta)· π. κηπευτόν, καὶ ὀρεινόν, ἢ ἥμερον καὶ ἄγριον, Διοσκ. 3. 52 κἑξ., κτλ.· ― παροιμ., οὐδὲ μὲν γε οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, οὔπω οὐδὲ ἀρχὴν ἔχεις τοῦ πράγματος, «παροιμία ἐπὶ τῶν μηδὲ κατὰ τὸ ἐλάχιστον διηνυκότων οἷς ἐπέθεντο· μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν κήπων· ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικήποις τὰ σέλινα καὶ πήγανα κατεφύτευον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 480, πρβλ. περίκηπος. (Πιθ. ἐκ τοῦ πήγνυμι, ὡς ἐκ τῶν παχέων καὶ σαρκωδῶν φύλλων αὐτοῦ).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: rue, Ruta graveolens (Diocl. Gr., com., Thphr.).
Other forms: cf. παίκανον bel.
Compounds: ἀγριο-πήγανον Syrian rue (H., Aët.), πηγαν-έλαιον rue oil (medic.).
Derivatives: πηγάν-ιον n. id. (Thphr., Nic.); adj. -ινος, -ειος (Gal.), -όεις (Nic.) belonging to the rue, -ώδης rue-like (Thphr.); -ίτης οἶνος (Gp.), -ῖτις χολή (Sopat.; Redard 98); -ηρά f., -ηρόν n. rue plaster (medic.); -ίζω to be like a rue (Dsc., Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like λάχανον, βάκανον, πλάτανος, ῥάφανος a. other pl.names; with Lat. pāgina formally identical, but prob. independent. Usu. (since Plu.; Prellwitz, Bq, Benveniste Origines 47, Strömberg Pfl.namen 144) connected with πήγνυμι, what (in spite of Strömberg l.c., who starts from πήγνυμι in the incidental meaning plant) has not yet been sufficiently explained semantically. As long as no argumentation has been found rather a loan (Chantraine Form. 200, Schwyzer 490). - Furnée 162 adduces φαίκανον πήγανον H., which proves Pre-Greek origin.
Middle Liddell
πήγᾰνον, ου, τό,
rue, Lat. ruta:—proverb., οὐδ' ἐν σελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, i. e. scarcely at the edge or beginning, because these herbs formed the borders of beds, Ar.
Frisk Etymology German
πήγανον: {pḗganon}
Grammar: n.
Meaning: Raute, Ruta graveolens (Diokl. Gr., Kom., Thphr. u.a.);
Composita: ἀγριοπήγανον Wildraute (H., Aët.), πηγανέλαιον Rautenöl (Mediz.).
Derivative: Davon πηγάνιον n. ib. (Thphr., Nik.); Adj. -ινος, -ειος (Gal.), -όεις (Nik.) ‘zur R. gehörig’, -ώδης rautenähnlich (Thphr.); -ίτης οἶνος (Gp.), -ῖτις χολή (Sopat.; Redard 98); -ηρά f., -ηρόν n. Rautenpflaster (Mediz.); -ίζω ‘einer R. ähnlich sein’ (Dsk., Gal.).
Etymology: Bildung wie λάχανον, βάκανον, πλάτανος, ῥάφανος u. andere Pfl.namen; mit lat. pāgina formal identisch, aber mutmaßlich davon unabhängig. Gewöhnlich (seit Plu.; Prellwitz, Bq, Benveniste Origines 47, Strömberg Pfl.namen 144) mit πήγνυμι verbunden, was (trotz Strömberg a. O., der von πήγνυμι in der okkasionellen Bed. pflanzen ausgeht) noch nicht semantisch hinlänglich begründet ist. In Erwartung einer überzeugenden Begründung dieser formal nächstliegenden Herleitung muß man mit Entlehnung rechnen (Chantraine Form. 200, Schwyzer 490).
Page 2,524
Chinese
原文音譯:p»ganon 胚瓜農
詞類次數:名詞(1)
原文字根:芸香
字義溯源:芸香,茴香;源自(πήγνυμι)*=固定)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 芸香(1) 路11:42