νωχελής: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se meut lentement <i>ou</i> difficilement, lourd, lent, nonchalant;<br /><i>Cp.</i> νωχελέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὄχος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se meut lentement <i>ou</i> difficilement, lourd, lent, nonchalant;<br /><i>Cp.</i> νωχελέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὄχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νωχελής:''' [[медлительный]], [[вялый]], [[слабый]] ([[ἔλλαμψις]] Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νωχελής:''' -ές, αυτός που κινείται [[αργά]] και [[βαριά]], [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]], [[νωθρός]], [[χαύνος]], σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''νωχελής:''' -ές, αυτός που κινείται [[αργά]] και [[βαριά]], [[οκνηρός]], [[δυσκίνητος]], [[νωθρός]], [[χαύνος]], σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.); ν. βάρος Nic.Th.162; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα). II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).
German (Pape)
[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se meut lentement ou difficilement, lourd, lent, nonchalant;
Cp. νωχελέστερος.
Étymologie: νη-, ὄχος.
Russian (Dvoretsky)
νωχελής: медлительный, вялый, слабый (ἔλλαμψις Plut.): πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ Eur. ослабленное болезнью тело.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελής: -ές, ὁ κινούμενος βαρέως καὶ βραδέως, δυσκίνητος, νωθρός, χαῦνος, βραδύς, πλευρὰ νωχελῆ νόσ Εὐρ. Ὀρ. 800· ν. βάρος Νικ. Θηρ. 160· νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Ἄρατ. 391· ψυχὴν νωχαλεστέραν (οὕτω) παρὰ Κλημ. Ἀλ. 850· - ἐν Ἱππ. 626. 51, εὑρίσκομεν νοχελὲς (ἀνάγνωθι νωχ-) τό, ἔκτρωμα. (Ὡς ἐν τῇ λέξ. νωλεμές, ἡ ἐτυμολογία διαμένει σκοτεινή).
Greek Monolingual
-ές (Α νωχελής, -ές)
αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος
νεοελλ.
(η αιτ. του ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα
με μεγάλη νωχέλεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές
α) η νωχέλεια
β) έκτρωμα, τέρας.
επίρρ...
νωχελώς
με νωθρό τρόπο, οκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ανάλυση της λ. στο στερητικό νη-, σε προθεματικό φωνήεν ὀ- και σε θέμα χελ- δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολόγησή της. Η άποψη επίσης ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. νη- και β' συνθετικό το ρ. κέλλω / ἀκέλλω «ελαύνω, προχωρώ μπροστά» με εκφραστικό δασύ σύμφωνο (χ αντί κ) είναι εξίσου αβέβαιη. Η σημ. της λέξης νωχελής συμπίπτει κατά ένα μέρος με τη σημ. της λέξης νωθής «νωθρός, οκνηρός, αδρανής»].
Greek Monotonic
νωχελής: -ές, αυτός που κινείται αργά και βαριά, οκνηρός, δυσκίνητος, νωθρός, χαύνος, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: slow, dull, sluggish (Hp., S., E., hell. epic).
Other forms: Also νωχαλής (cod. νωφ-) νωθρός H. with νωχαλίζει βραδύνει; NGr. ἀνώχαλος with ἀ-prothesis (Papadopoulos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 58 ff.).
Derivatives: νωχελίη, -ία f. slowness, laziness (T 411; cf. Porzig, Satzinhalte 204 and Delebecque Cheval 156 f.), also -εια f. (Orib., H.); νωχελίς, -ίδος f. plantname = βαλλωτή (Ps.-Dsc.); also νωκελίς, which points to a Pre-Greek word, and νωφρύς; cf. Strömberg Pflanzenn. 158; νωχελεύομαι be slow, indolent (Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. On the formation Bechtel s. v.; hypothetic etymology by Sütterlin IF 29, 126 (mentioned by Bq and WP. 2, 698). Fur. 133 connects νῶκαρ (s.v.), which implies that the word is Pre-Greek. Note also χαλ-/κελ- and χ/φ (for which I have no explanation).
Middle Liddell
νωχελής, ές
moving slowly and heavily, sluggish, Eur. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
νωχελής: {nōkhelḗs}
Meaning: langsam, träge, lässig (Hp., S., E., hell. Epik usw.)
Derivative: mit νωχελίη, -ία f. Langsamkeit, Trägheit (T411 u.a.; vgl. Porzig, Satzinhalte 204 und Delebecque Cheval 156 f.), auch -εια f. (Orib., H.); νωχελίς, -ίδος f. Pflanzenname = βαλλωτή (Ps.-Dsk.); vgl. Strömberg Pflanzenn. 158; νωχελεύομαι langsam, träge sein (Aq. u.a.). Daneben νωχαλής (cod. νωφ-)· νωθρός H. mit νωχαλίζει· βραδύνει; ngr. ἀνώχαλος mit ἀ-Prothese (Papadopoulos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 58 ff.).
Etymology: Unerklärt. Zur Bildung Bechtel s. v.; hypothetische Etymologie von Sütterlin IF 29, 126 (bei Bq und WP. 2, 698 referiert).
Page 2,332