ἀπευθύνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> redresser;<br /><b>2</b> placer <i>ou</i> maintenir droit : [[χέρας]] δεσμοῖς ἀπ. SOPH lier les mains droit, <i>càd de</i>rrière le dos ; <i>fig.</i> diriger (un État, les affaires).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εὐθύνω]]. | |btext=<b>1</b> redresser;<br /><b>2</b> placer <i>ou</i> maintenir droit : [[χέρας]] δεσμοῖς ἀπ. SOPH lier les mains droit, <i>càd de</i>rrière le dos ; <i>fig.</i> diriger (un État, les affaires).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[εὐθύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπευθύνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выпрямлять]], [[расправлять]] (πάντα [[ὀρθά]] Plat., μαχαιρας καμπτομένας Polyb.; καμπυλας βακτηρίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[связывать назад]], [[скручивать за спину]] (χερας δεσμοῖς Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[направлять]], [[управлять]], [[править]] (πλήκτροις τρόπιν Soph.: πόλιν Plat.; τὴν κρίσιν τῷ λογισμῷ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[исправлять]], [[вразумлять]] или [[карать]] (τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπευθύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ισιώνω]], κάνω [[κάτι]] [[πάλι]] [[ευθύ]], σε Πλάτ.· [[χέρας]] δεσμοῖς [[ἀπευθύνω]], [[δένω]] τα χέρια του σε [[ευθεία]], δηλ. [[πισώπλατα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθοδηγώ]] σωστά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], στον ίδ.· [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], σε Ευρ.· με απαρ., [[κατευθύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπευθύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ισιώνω]], κάνω [[κάτι]] [[πάλι]] [[ευθύ]], σε Πλάτ.· [[χέρας]] δεσμοῖς [[ἀπευθύνω]], [[δένω]] τα χέρια του σε [[ευθεία]], δηλ. [[πισώπλατα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθοδηγώ]] σωστά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], στον ίδ.· [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], σε Ευρ.· με απαρ., [[κατευθύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to make [[straight]] [[again]], Plat.; [[χέρας]] δεσμοῖς ἀπ. to [[bind]] his [[arms]] [[straight]], i. e. [[behind]] him, Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[guide]] [[aright]], to [[direct]], [[govern]], Soph.; to [[correct]], [[chastise]], Eur.: c. inf. to [[direct]] one to do a [[thing]], Aesch. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to make [[straight]] [[again]], Plat.; [[χέρας]] δεσμοῖς ἀπ. to [[bind]] his [[arms]] [[straight]], i. e. [[behind]] him, Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[guide]] [[aright]], to [[direct]], [[govern]], Soph.; to [[correct]], [[chastise]], Eur.: c. inf. to [[direct]] one to do a [[thing]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. ἀπευθῠνῶ S. Ichn.169:—A make straight, restore, πάντα ὀρθὰ ἀ. Pl.Ti.71d; χέπας δεσμοῖς ἀ. bind his arms straight, i.e. behind him, S.Aj.72: metaph., ἀπευθύνεται τὸ ὑποκλάζον τοῦ πυρετοῦ Paul.Aeg.2.47. b in military drill, dress, λόχον Ascl.Tact.12.11, etc. 2 guide aright, direct, δεῦρ' ἀ. μολεῖν A.Ag.1667; ἀ. βροτῶν τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας corrects, chastises them, E.Ba.884(lyr.); ἐκ πρύμνης ἀ. to steer, Pl.Criti. 109c; πλήκτροις ἀ. τρόπιν S.Fr.143, cf.Ichn.l.c.; ἀ. πόλιν govern, rule, Id.OT104; ἀ.τὰκοινά Aeschin.3.158; κλήρῳ ἀ. [τὴνἰσότητα] regulate, Pl.Lg.757b, cf. Flt.282e; ἀ. τι πρίς τι to adjust, Arr.Epict.4.12.16, cf. Luc.Im.12; ταῖς συλλαβαῖς ἀ. τοὺς χπόνους D.H.Comp.11. II τὸ ἀπευθυσμένον (sc. ἔντερον) intestinum rectum, Dsc.1.99, Heliod. ap. Orib.44.23.55, Gal.2.573, etc.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de cosa poner derecho, recto χέρας δεσμοῖς (al atarlas a la espalda), S.Ai.72
•enderezar, rectificar τὰ ὀστέα ... τοῖσι θέναρσι τῶν χειρῶν Hp.Fract.15, αὐτό (τὸ νῆμα) Pl.Plt.282e, πάντα ὀρθά Pl.Ti.71d, τὰς μαχαίρας καμπτομένας Plb.2.33.3
•alinear λόχον Ascl.Tact.12.11
•en v. med. reavivarse τὸ ὑποκλάζον τοῦ πυρετοῦ Paul.Aeg.2.47
•subst. τὸ ἀπευθυσμένον el recto Dsc.1.99, Heliod. en Orib.44.20.55, Gal.2.573.
2 c. ac. de pers. o asimilado guiar derechamente, dirigir Ὀρέστην δεῦρ' ... μολεῖν A.A.1667
•gobernar πλήκτροις ... οὐρίαν τρόπιν S.Fr.143, σέ S.Fr.314.175, πόλιν S.OT 104
•abs. dirigir el rumbo ἐκ πρύμνης Pl.Criti.109c
•en sent. moral enderezar, encauzar τὸ θεῖον σθένος ... ἀ. δὲ βροτῶν τούς τ' ἀγνωμοσύναν τιμῶντας E.Ba.884, αὐτούς (a los jóvenes), Plu.2.15d
•c. ac. de abstr. dirigir ἐφ' ὃν (σκοπόν) πᾶσαν ὁρμὴν καὶ ... φαντασίαν M.Ant.2.7, τὰς ὁρμὰς ... ἐπὶ τὰ κοινωνικὰ ἔργα M.Ant.8.7
•regir τὰ κοινά Aeschin.3.158.
3 c. ac. y εἰς, πρός o dat. ajustar κλήρῳ ... εἰς τὰς διανομὰς αὐτήν (τὴν ἰσότητα) Pl.Lg.757b, πρὸς τοὺς ... κανόνας ... τὸ ἄγαλμα Luc.Im.12, πρὸς ἓν ... παράδειγμα τὸν ἑαυτοῦ βίον Plu.2.52a, πρὸς τὰς δυνάμεις τῶν σχέσεων ... τὰ καθήκοντα nuestros deberes a la importancia de nuestros oficios Arr.Epict.4.12.16, ταῖς συλλαβαῖς ... τοὺς χρόνους D.H.Comp.43.2.
German (Pape)
[Seite 289] 1) wieder gerade machen, μαχαίρας καμπτομένας Pol. 2, 33; übertr., χέρας δεσμοῖς, mit Fesseln zurückdrehen, fesseln, Soph. Ai. 72; wieder aufrichten, herstellen, τοὺς Ῥωμαίων χρόνους πρὸς τοὺς Ἑλληνικούς, die römische Zeitrechnung nach der griechischen einrichten, Dion. Hal. 1, 87. – 2) lenken, Ὀρέστην δεῦρο μολεῖν Aesch. Ag. 1652; πόλιν Soph. O. R. 104; oft Prosa, ἐκ πρύμνης Plat Critia 109 c.
French (Bailly abrégé)
1 redresser;
2 placer ou maintenir droit : χέρας δεσμοῖς ἀπ. SOPH lier les mains droit, càd derrière le dos ; fig. diriger (un État, les affaires).
Étymologie: ἀπό, εὐθύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπευθύνω:
1) выпрямлять, расправлять (πάντα ὀρθά Plat., μαχαιρας καμπτομένας Polyb.; καμπυλας βακτηρίας Plut.);
2) связывать назад, скручивать за спину (χερας δεσμοῖς Soph.);
3) направлять, управлять, править (πλήκτροις τρόπιν Soph.: πόλιν Plat.; τὴν κρίσιν τῷ λογισμῷ Plut.);
4) исправлять, вразумлять или карать (τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευθύνω: ποιῶ τι εὐθὺ πάλιν «ἰσάζω», πάντα ὀρθὰ… ἀπευθύνουσα Πλάτ. Τίμ. 71D· ἀπευθῦναι τῷ ποδὶ τὰς καμπτομένας μαχαίρας Πολύβ. 2. 33, 3· καὶ μετ’ ἄλλης σημασ., σὲ τὸν τὰς… χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνοντα, δένοντα ὀπίσω (πρβλ. παρευθύνω), Σοφ. Αἴ. 72. 2) ὁδηγῶ ὀρθῶς, διευθύνω, δεῦρ’ ἀπ. μολεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1667· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν τούς τ’ ἀγνωμοσύναν τιμῶντας, διορθώνει, κολάζει, κοιν. «ἰσάζει», Εὐρ. Βάκχ. 884· ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες οἷον οἴακι, διευθύνοντες, Πλάτ. Κριτί. 109C· οὕτω, πλήκτροις ἀπ. τρόπιν Σοφ. Ἀποσπ. 151· πρὶν σὲ τήνδ’ ἀπευθύνειν πόλιν, πρὶν σὺ γείνῃς κυβερνήτης ταύτης τῆς πόλεως (ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ), ὁ αὐτ. Ο. Τ. 104· ἀπ. τὰ κοινὰ Αἰσχίν. 76. 13· κλήρῳ ἀπευθύνων εἰς τὰς διανομὰς αὐτὴν [τὴν ἰσότητα], ἐπανορθῶν, ἀποκαθιστῶν αὐτήν, Πλάτ. Νόμ. 757Β, πρβλ. Πολιτικ. 282Ε· ἀπ. τι πρός τι, προσαρμόζω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 12, 6, πρβλ. Λουκ. Εἰκ. 12: ταῖς συλλαβαῖς ἀπ. τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. ΙΙ. τὸ ἀπευθυσμένον (ἐνν. ἔντερον), Λατ. intestinum rectum, Γαλην. 2. 573 κτλ.
Greek Monolingual
(ἀπευθύνω)
νεοελλ.
1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον
2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή»)
αρχ.
1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ
2. οδηγώ σωστά, διευθύνω
3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ
4. μτφ. διορθώνω, επαναφέρω στην τάξη, τιμωρώ
5. φρ. α) «ἀπευθύνω ἐκ πρύμνης» — είμαι στο τιμόνι
β) «ἀπευθύνω τι προς τι» — προσαρμόζω
γ) εκτρέπω από την ευθεία
6. (το ουδ. της μτχ. παθ. πρκμ. ως ουσ.) το απευθυσμένο (Α ἀπευθυσμένον)
το τελικό τμήμα του παχύ εντέρου το οποΐο καταλήγει στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ευθύνω < ευθύς].
Greek Monotonic
ἀπευθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
1. ισιώνω, κάνω κάτι πάλι ευθύ, σε Πλάτ.· χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνω, δένω τα χέρια του σε ευθεία, δηλ. πισώπλατα, σε Σοφ.
2. καθοδηγώ σωστά, διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ, στον ίδ.· διορθώνω, τιμωρώ, κολάζω, σε Ευρ.· με απαρ., κατευθύνω κάποιον να κάνει κάτι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
1. to make straight again, Plat.; χέρας δεσμοῖς ἀπ. to bind his arms straight, i. e. behind him, Soph.
2. to guide aright, to direct, govern, Soph.; to correct, chastise, Eur.: c. inf. to direct one to do a thing, Aesch.