ἔμπρακτος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut exécuter <i>ou</i> accomplir;<br /><b>2</b> actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).<br />'''Étymologie:''' ἐμπράσσω. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut exécuter <i>ou</i> accomplir;<br /><b>2</b> actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).<br />'''Étymologie:''' ἐμπράσσω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπρακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[легко исполнимый]], [[легкий]] ([[μαχανά]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[деятельный]] ([[τόλμα]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπρακτος:''' -ον, (ἐν), [[κατορθωτός]], [[εφαρμόσιμος]], [[εκτελεστός]]· επίρρ., [[ἐμπράκτως]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἔμπρακτος:''' -ον, (ἐν), [[κατορθωτός]], [[εφαρμόσιμος]], [[εκτελεστός]]· επίρρ., [[ἐμπράκτως]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔμπρακτος, ον <i>adj</i> [ἐν] [[practicable]] adv. [[ἐμπράκτως]], Plut. | |mdlsjtxt=ἔμπρακτος, ον <i>adj</i> [ἐν] [[practicable]] adv. [[ἐμπράκτως]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A within one's power to do, practicable, μαχανά Pi.P.3.62: Comp. -ότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; Χρόνος ἔμπρακτος εἰς πάντα, propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἔμπρακτος ῥητορική = working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔμπρακτον, vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. ἐμπράκτως = actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1. b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1. 2 ἔμπρακτος ἡμέρα = day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.). II under bond to pay, = εἴσπρακτος (chargeable), IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas y abstr. eficaz, que surte efecto u obtiene resultados prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.P.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ κένωσις ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más eficacia Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en TAM 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν διδασκαλίαν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.Mt.4.11, ἔ. ῥητορική = retórica práctica, relativa a la vida ordinaria ref. la retórica forense, dif. de la sofística y la política, Phld.Rh.1.17Aur.
•subst. τὸ ἔμπρακτον = energía, vigor de la oratoria, Longin.11.2
•actividad física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la suspensión de la actividad que comporte su régimen de vida Sor.3.2.69.
2 de pers. y anim. activo, emprendedor, dispuesto para la acción ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una audacia capaz de afrontar cualquier situación D.S.13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D
•que está en activo en el desempeño de un cargo οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως Cod.Iust.1.2.24.1, cf. Iust.Nou.70 tít., ἔ. δομέστικος Λαγκιαρίων JHS 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).
3 ἔμπρακτος ἡμέρα = día laborable, día apto para hacer gestiones públicas op. ἄπρακτος POxy.1882.14 (VI d.C.)
•tb. astrol. día propicio para la acción περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.
II sujeto a la ejecución, al cobro ejecutivo de una multa ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων IG 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. IG 92.137.14 (Calidón II a.C.).
III adv. ἐμπράκτως
1 de modo efectivo, eficazmente Phld.Lib.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ ἐλλέβορος Archig. en Aët.12.1 (p.22).
2 de modo emprendedor ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la reputación de un hombre llamado a cumplir grandes empresas Plu.Sert.4.
German (Pape)
[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut exécuter ou accomplir;
2 actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d’un discours).
Étymologie: ἐμπράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπρακτος:
1) легко исполнимый, легкий (μαχανά Pind.);
2) деятельный (τόλμα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. ἐμπράκτως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.
English (Slater)
ἔμπρακτος, -ον practicable, possible (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπρακτος, -ον)
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.»)
2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» — μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο
μσν.
(νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσ.) δραστήριος, ενεργητικός
2. αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να εκτελεστεί
2. ευνοϊκός
3. έτοιμος, πρόθυμος
4. αυτός που κατέχει αξίωμα ή αρχή
5. αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η πληρωμή χρέους
6. φρ. «ἔμπρακτος ἡμερα» — αυτή κατά την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. επίρρ. ἐμπράκτως
με πράξεις, με έργα, έμπρακτα
αρχ.-μσν.
1. μεγαλοπρεπώς, επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη χωρίς τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)
2. στην πραγματικότητα, αληθινά
αρχ.
δραστηρίως ενεργητικώς.
Greek Monotonic
ἔμπρακτος: -ον, (ἐν), κατορθωτός, εφαρμόσιμος, εκτελεστός· επίρρ., ἐμπράκτως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἔμπρακτος, ον adj [ἐν] practicable adv. ἐμπράκτως, Plut.