ἀρρεπής: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρεπής]], -ές (AM)<br />ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλάστιγγα]]) αυτός που δεν κλίνει [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[σημασία]] ή [[βαρύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] ([[πρβλ]]. [[αμφιρρεπής]], <i>χαμαιρρεπής</i> <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀρρεπής]], -ές (AM)<br />ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλάστιγγα]]) αυτός που δεν κλίνει [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[σημασία]] ή [[βαρύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] ([[πρβλ]]. [[αμφιρρεπής]], <i>χαμαιρρεπής</i> <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, eigtl. von der [[Waage]], <i>sich [[nirgendwohin]] [[neigend]]</i>; übertragen, <i>[[unveränderlich]]; ohne merklichen [[Ausschlag]], [[unbemerkbar]]</i>, Plut. πρὸς εὐδαιμονίαν, [[nichts]] zur [[Glückseligkeit]] [[beitragend]], <i>adv. Stoic</i>. 23. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, of a balance, inclining to neither side: hence, without weight or influence, ἀρρεπὲς πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, cf. 1015a; insignificant, Stoic.3.35; firm, unwavering, of ἰσότης, ib.159, Dam. Pr.283. Adv. -πῶς Ph.1.409, Hierocl.p.31 A.:—also ἀρρεν-πί, Hdn.Epim. 256.
Spanish (DGE)
-ές
I 1no inclinado a ningún lado ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760
•fig. irrelevante ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὑτοῦ καὶ ἀρρεπές la falta de calidad, la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.Stoic.3.35.
2 firme, inalterable de abstr., de una igualdad, Chrysipp.Stoic.3.159, ὑπεροχή Dam.in Prm.283, γνώμη Ph.2.25.
II adv. -ῶς firmemente, equilibradamente ἀ. ἱδρῦσθαι Ph.1.409, ἀ. ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne penche ni d'un côté ni de l'autre, indifférent.
Étymologie: ἀ, ῥέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρεπής:
1) безразличный, неопределенный (ἄποιος καὶ ἀ. Plut.);
2) не имеющий значения (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρεπής: -ές, κυρίως ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ πρὸς μηδέτερον μέρος ῥέπουσα· ἐντεῦθεν, ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· σταθερός, ἀμετάβλητος, αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― ὡσαύτως, ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.
Greek Monolingual
ἀρρεπής, -ές (AM)
ο ακλόνητος, ο σταθερός
αρχ.
1. (για πλάστιγγα) αυτός που δεν κλίνει ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά σημασία ή βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρεπής < ρέπω (πρβλ. αμφιρρεπής, χαμαιρρεπής κ.ά.)].
German (Pape)
ές, eigtl. von der Waage, sich nirgendwohin neigend; übertragen, unveränderlich; ohne merklichen Ausschlag, unbemerkbar, Plut. πρὸς εὐδαιμονίαν, nichts zur Glückseligkeit beitragend, adv. Stoic. 23.