μελανία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[чернота]] Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[черное облако]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[черное пятно]] Polyb.
|elrutext='''μελᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[чернота]] Arst. etc.;<br /><b class="num">2</b> [[черное облако]] Xen.;<br /><b class="num">3</b> [[черное пятно]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνία Medium diacritics: μελανία Low diacritics: μελανία Capitals: ΜΕΛΑΝΙΑ
Transliteration A: melanía Transliteration B: melania Transliteration C: melania Beta Code: melani/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλας) A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.264b8, Metaph.1020b10, Str. 12.8.18, etc.; μ. τῆς μορφῆς, of negroes, Agatharch. 16; μ. οὐλῶν Dsc. 1.34; μ. ἐκ τόκου Crito ap. Gal.12.447: in plural, Hierocl.p.35 A. II black cloud, X.An.1.8.8 in plural, black spots, Plb.1.81.7. 2 black pigment, Thphr.HP5.3.1.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, die Schwärze, Arist. categ. 5, 45 u. Sp. – Ein schwarzer Fleck, eine schwarze Wolke, Xen. An. 1, 8, 8, Pol. 1, 81, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 noirceur;
2 pl. αἱ μελανίαι taches noires.
Étymologie: μέλας.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνία:
1 чернота Arst. etc.;
2 черное облако Xen.;
3 черное пятно Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνία: ἡ, (μέλας) «μαυρίλα», ἀντίθετ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 29, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μέλαν νέφος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8· ἐν τῷ πληθ., μέλανα στίγματα, Πολύβ. 1. 81. 7.

Greek Monolingual

και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].

Greek Monotonic

μελᾰνία: ἡ (μέλας), σκοτεινιά, μαύρο σύννεφο, σε Ξεν.

Middle Liddell

μελᾰνία, ἡ, μέλας
blackness: a black cloud, Xen.