ζῶμα: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cotte de | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[cotte de métal]] ; cuirasse;<br /><b>2</b> [[caleçon d'athlète]];<br /><b>3</b> [[ceinture de femme]].<br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:04, 7 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (ζώννυμι) A loin-cloth, drawers, worn next the body in a boxing contest, ζ. δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν Il.23.683; in war, 4.216; ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζ. φαεινόν Od.14.482; ζώματα καὶ κυπάσσιδες Alc.15.6. 2 = ἔνδυμα, πεζοφόροις ζ. A.Fr.246. 3 band used in surgery, Hp.Art.14. II = ζώνη, woman's girdle, ἔλυσε ζ. παρθένω Alc.Supp.8.10, cf. S.El.452, IG22.1514.15, Ar.Fr. 320.7, Men.432, AP6.272 (Pers.).—A non-Att. form ζῶσμα (v. Thom.Mag.p.165 R.) in Str.7.2.3, Sor.Fasc.45, al., Ach.Tat.1.1, 3.21, Hld.3.1.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, das bis an den Gürtel reichende Unterkleid des homerischen Kriegers, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121; verschieden von ζωστήρ; Iliad. 4, 187 εἰρύσατο ζωστήρ τε – ἠδ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη, vgl. 4, 216. 23, 683; Od. 14, 482 heißt es σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν, worauf 488 folgt οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν u. οἰοχίτων. – Gürtel, Soph. El. 444; Ep. ad. 114 (VI, 272). – Die Atticisten erklären diese Form für attisch u. ζῶσμα für hellenistisch.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 cotte de métal ; cuirasse;
2 caleçon d'athlète;
3 ceinture de femme.
Étymologie: ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῶμα -ατος, τό, Ion. ζῶσμα [ζώννυμι] poët. lendendoek (in oorlog en bij het worstelen). riem, ceintuur.
Russian (Dvoretsky)
ζῶμα: ατος τό
1 зома (боевой защитный передник из кожи или войлока, с металлическим набором; надевался под броню и спускался до колен) (λῦσαί τινι ζωστῆρα ἠδ᾽ ὑπένερθεν ζ. Hom.);
2 набедренник Hom.,;
3 (= ζώνη) пояс Soph., Anth.
English (Autenrieth)
(ζώννῦμι): (1) apron of leather or of felt, extending from the flank to the upper part of the thigh, and serving to protect the part of the body left exposed between the cuirass and the greaves (see cut under Ἀχιλλεύς also cut No. 12, the figure of Aenēas). —(2) broad girdle around the waist of boxers, like that of the tumbler in the adjoining cut, Il. 23.683.
Greek Monolingual
το (Α ζῶμα)
ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
αρχ.
1. το διάζωμα γύρω από τα αιδοία που φορούσαν οι αθλητές στην πυγμαχία και οι πολεμιστές
2. ένδυμα
3. ταινία που χρησιμοποιείται στη χειρουργική, επίδεσμος, ζώστης
4. ο τρόπος που είναι ζωσμένος κάποιος, το ζώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζώμα, όπως και ο μτγν. ζώσμα, είναι παράγωγα σε -μα του ρ. ζώννυμι και αντιστοιχεί στο λιθ. juosmuō «ζώνη»].
Greek Monotonic
ζῶμα: -ατος, τό (ζώννυμι),
I. 1. ένδυμα το οποίο φορούσαν εσωτερικά οι πολεμιστές, χιτώνιο με το οποίο περιέζωναν των θώρακά τους, σε Ομήρ. Οδ.
2. στην Ομήρ. Ιλ., το κατώτερο τμήμα του θώρακος, γύρω από το οποίο περνούσε ο ζωστήρ, σε Ομήρ. Ιλ.
3. υφασμάτινη λωρίδα την οποία οι αθλητές τύλιγαν γύρω από τα γεννητικά τους όργανα ώστε να τα καλύπτουν, στους πεζογράφους καλείται διάζωμα, σε Ομήρ. Ιλ. II.=ζώνη, ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες, σε Σοφ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶμα: τό, (ζώννυμι) ἐσωτερικὸν ἔνδυμα τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = χιτών, Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.· ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240· - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ ζωστήρ, λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187· - ὡσαύτως τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα διάζωμα ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς διάζωμα, Ψ. 683· πρβλ. ζώννυμι. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως = ζώνη, ζωστήρ, ἡ ζώνη γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ τύπος οὐχὶ ἀττικὸς ζῶσμα (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.
Middle Liddell
ζῶμα, ατος, τό, ζώννυμι
I. that which is girded, a girded frock or doublet, Od.
2. in Il. the lower part of the θώρηξ, round which the ζωστήρ passed, Il.
3. the drawers worn by athletes, in Prose διάζωμα, Il.
II. = ζώνη, a woman's girdle, Soph., Anth.