διακαίω: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> διακεκαυμένος;<br />brûler profondément ; chauffer <i>ou</i> échauffer à l'excès ; <i>Pass.</i> διακεκαυμένος [[ἐς]] τὸ μελάντατον LUC brûlé jusqu'à être carbonisé ; ἡ διακεκαυμένη [[ζώνη]] la zone torride ; <i>fig.</i> enflammer de colère, de désir, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καίω]].
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> διακεκαυμένος;<br />brûler profondément ; chauffer <i>ou</i> échauffer à l'excès ; <i>Pass.</i> διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον LUC brûlé jusqu'à être carbonisé ; ἡ διακεκαυμένη [[ζώνη]] la zone torride ; <i>fig.</i> enflammer de colère, de désir, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καίω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 21:35, 17 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακαίω Medium diacritics: διακαίω Low diacritics: διακαίω Capitals: ΔΙΑΚΑΙΩ
Transliteration A: diakaíō Transliteration B: diakaiō Transliteration C: diakaio Beta Code: diakai/w

English (LSJ)

A burn through, heat to excess, Hdt.2.26: freq. in pf. part. Pass., γῆ διάθερμος καὶ διακεκαυμένη Arist.Pr.906b13, cf. Mete.345a17; ἀὴρ δ. Thphr.Vent.21; δ. εἰς τὸ μελάντατον Luc.Herc.1; ἡ δ. ζώνη the torrid zone, Str.2.1.13, al.; κύκλος Placit.2.30.1; ὥρα ἔτους Ar.Did.Epit.26; δ. ὑπ. ὀργῆς πρόσωπον flushed with anger, J.AJ11.6.9. 2 inflame, ἄνεμοι δ. τὰς κόρας Gp.2.26.2: metaph., inflame, excite, τινά Plu. Thes.6, al.: c. acc. cogn., δ. φιλοτιμίαν Theopomp. Hist.300:—Pass., Luc.Cal.14. 3 in Surgery, brand, apply cautery across or throughout, ἐς τὸ πέρην Hp.Art.11; πέρην ib.40 (Pass.); καυτῆρι τὸ πρόσωπον GP.17.20.4.

Spanish (DGE)

1 calentar a fondo el sol τὴν διέξοδον Hdt.2.26
gener. part. pas. calentado, caliente ὑμένες διακαυθέντες dicho del embrión, Democr.B 5.1, ἡ ἀκαθαρσίη τοῦ ὑγροῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Hebd.23, γῆ διακεκαυμένη Arist.Pr.906b13, cf. Mete.345a17, ἀήρ Arist.Mu.392b7, cf. Col.791b18, Thphr.Vent.21, ψάμμος Gr.Nyss.V.Mos.16.18, ὥρα ἔτους ... διακεκαυμένη ὑφ' ἡλίου la estación del año calentada por el sol Ar.Did.26, κύκλος διακεκαυμένος el círculo tórrido de la tierra Placit.2.30.1
ἡ διακεκαυμένη (sc. ζώνη o γῆ) la zona tórrida entre los trópicos, del ecuador, Posidon.209, Str.2.1.13, Hyg.Astr.1.8.2, Gem.15.3, Ach.Tat.Intr.Arat.29.
2 quemar en v. pas. σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ cestillo quemado por la lámpara Ar.Ach.453, τὰ ξύλα ἀθρόον ἔχει τὸ ὑγρὸν ... ὥστε διακαίεσθαι Arist.Mete.387b28, καπνώδεις φλόγες καὶ οἱ ἄνθρακες, ὅταν ὦσι διακεκαυμένοι Arist.Col.792a14, ὑπὸ τοῦ πυρὸς διακαυθῆναι Arist.Mir.823a18, διὰ χειρὸς ἔχων τοῦ μὴ διακαῆναι sujetando con la mano para que no se queme Dieuch.15.93
fig. de pers. διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον tostado hasta ponerse negro Luc.Herc.1
medic. cauterizar a fondo τὰς φλέβας Hp.Morb.2.12, (τὸ δέρμα) διακαῦσαι ἐς τὸ πέρην Hp.Art.11, cf. Int.25, καυτῆρι τὸ πρόσωπον Gp.17.20.4, en v. pas. πέρην διακαυθῆναι de una oreja ser cauterizada de un extremo a otro Hp.Art.40
no por el fuego irritar hasta quemar τὰς κόρας ref. a los vientos que arrastran el cascabillo a los ojos Gp.2.26.2.
3 fig. inflamar, abrasar δ. τὰ σπλάγχνα abrasar las entrañas LXX 4Ma.11.19, τὸν δὲ ... διέκαιεν ἡ δόξα τῆς Ἡρακλέους ἀρετῆς a él le inflamaba la fama del valor de Heracles Plu.Thes.6, δ. τὴν φιλοτιμίαν despertar la ambición Theopomp.Hist.328, en v. pas. διακεκαυμένον ὑπὸ τῆς ὀργῆς πρόσωπον rostro encendido por la ira I.AI 11.236, ὑπὸ τοιούτων ἐγὼ λόγων διακεκαυμένος Plu.2.1059c, cf. Luc.Cal.14.

German (Pape)

[Seite 580] (s. καίω), durchbrennen, erhitzen, Her. 9, 26; διάθερμος καὶ διακεκαυμένος Arist. Probl. 2, 12; sonnverbrannt, Luc. Herc. 1. Übertr., erhitzen, in Leidenschaft setzen, Plut. Crass. 6; u. pass., Luc. calumn. 14, διακέκαυται, er war von Zorn entbrannt.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. διακεκαυμένος;
brûler profondément ; chauffer ou échauffer à l'excès ; Pass. διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον LUC brûlé jusqu'à être carbonisé ; ἡ διακεκαυμένη ζώνη la zone torride ; fig. enflammer de colère, de désir, etc.
Étymologie: διά, καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-καίω, ook med. sterk verhitten, in brand steken:; διακαίων τὴν διέξοδον (de zon) die alles in zijn baan verbrandt Hdt. 2.26.1; meestal ptc. pass..; τῶν ὑμένων διακαυθέντων toen de membranen doorgebrand waren Democr. B 5.31; σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ een mandje waarin door de lamp een gat is gebrand Aristoph. Ach. 453; διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον pikzwart verbrand Luc. 5.1; overdr..; τὸν δὲ... διέκαιεν ἡ δόξα τῆς Ἡρακλέους ἀρετῆς hem zette de faam van de voortreffelijke prestaties van Heracles in vuur en vlam erakles wakkerde zijn geestdrift aan Plut. Thes. 6.8; geneesk. cauteriseren:. διακαῦσαι ἐς τὸ πέρην door de huid heen branden Hp. Art. 11.

Russian (Dvoretsky)

διακαίω: v.l. διακάω
1 разжигать, раскалять (διακαίων τὴν διέξοδον αὐτοῦ, sc.ἥλιος Her.; ἄνθρακες διακεκαυμένοι Arst.): διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον Luc. обожженный до черноты, тж. сильно загорелый; ἡ διακεκαυμένη ζώνη Plut. жаркий пояс;
2 перен. разжигать, распалять (τὸν Θησέα διέκαιεν ἡ δόξα τῆς Ἡρακλέους ἀρετῆς Plut.): οὕτως ἐταράχθησαν καὶ διεκάησαν, ὥστε … Plut. они были так расстроены и взволнованы, что …; διακέκαυται ὡς τὸ εἰκός Luc. он, естественно, вспылил.

Greek Monolingual

(AM διακαίω)
1. (μτχ. παθ. παρακμ.) φρ. «διακεκαυμένη ζώνη» (Α και «διακεκαυμένος κύκλος»)
η θερμή περιοχή της γήινης σφαίρας γύρω από τον Ισημερινό, μεταξύ του τροπικού του Καρκίνου και του τροπικού του Αιγόκερω
2. πυρακτώνω τελείως, θερμαίνω υπερβολικά, κατακαίω
αρχ.-μσν.
1. (για ψυχικά πάθη) φλογίζω, εξάπτω
2. (για τον Ήλιο) καίω
3. καυτηριάζω για θεραπευτικούς λόγους, επιβάλλω καυτηριάσεις.

Greek Monotonic

διακαίω: μέλ. -καύσω, καίω εντελώς, θερμαίνω υπερβολικά, σε Ηρόδ.· μεταφ., φλέγω, εξεγείρω, φουντώνω, εξάπτω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακαίω: μέλλ. -καύσω, καίω ἐντελῶς, εἰς ὑπερβολὴν θερμαίνω, Ἡρόδ. 2. 26. ― Παθ., γῆ διάθερμος καὶ διακεκαυμένη Ἀριστ. Προβλ. 12. 3, πρβλ. Μετεωρ. 1. 8, 2, κτλ.· διακεκαυμένος εἰς τὸ μελάντατον Λουκ. Ἡρακλ. 1· ἡ διακεκαυμένη ζώνη Πλούτ. 2. 869Β. 2) μεταφ., διαφλέγω, ἐξεγείρω, συχν. παρὰ Πλουτ.· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. φιλοτιμίαν Θεόπομπ. (Ἱστ.) Ἀποσπ. 239. 3) ἐν τῇ χειρουργικῇ, καυτηριάζω τι, ἐφαρμόζω καυτήριον διὰ μέσου τινός, ἔς τι Ἱππ. Ἄρθρ. 787· πέρην αὐτόθι 805.

Middle Liddell

fut. -καύσω
to burn through, heat to excess, Hdt.:—metaph. to inflame, excite, Plut.