καταδρομή: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadromi
|Transliteration C=katadromi
|Beta Code=katadromh/
|Beta Code=katadromh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inroad]], [[raid]], <span class="bibl">Th.1.142</span>; <b class="b3">ἐνέδραι καὶ κ</b>. <span class="bibl">Id.5.56</span>; καταδρομὰς ποιεῖσθαι <span class="bibl">Id.7.27</span>, etc.; κ. γενομένης <span class="bibl">Lys.20.28</span>; ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>472a</span>; [[charge]], of troops in battle, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ma.</span>5.3</span>; [[assault]], PRein.18.19(pl., ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[attack]], [[invective]], κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι <span class="bibl">Aeschin.1.135</span>, cf. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>3</span>; κατά τινος <span class="bibl">Plb.12.23.1</span>; ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 2.43</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[recourse]], κ. γίγνεται ἐπί… <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>25.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[lurking-place]], [[lair]], [[den]], δακέτου <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.9</span>, cf. <span class="bibl">5.49</span> (pl.); <b class="b3">ὕπαντροι ἢ λοχμώδεις κ</b>. ib.<span class="bibl">9.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> perhaps = [[cryptoporticus]], IGRom.4.159.23 (Cyzicus).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[inroad]], [[raid]], Th.1.142; <b class="b3">ἐνέδραι καὶ καταδρομαί</b> Id.5.56; καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27, etc.; κ. γενομένης Lys.20.28; ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.''R.''472a; [[charge]], of troops in battle, [[LXX]] ''2 Ma.''5.3; [[assault]], PRein.18.19(pl., ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[attack]], [[invective]], κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135, cf. D.H.''Th.''3; κατά τινος Plb.12.23.1; ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.''M.'' 2.43.<br><span class="bld">II</span> [[recourse]], κ. γίγνεται ἐπί… A.D.''Pron.''25.15.<br><span class="bld">III</span> [[lurking-place]], [[lair]], [[den]], δακέτου Ael.''NA''2.9, cf. 5.49 (pl.); <b class="b3">ὕπαντροι ἢ λοχμώδεις κ</b>. ib.9.1.<br><span class="bld">2</span> perhaps = [[cryptoporticus]], IGRom.4.159.23 (Cyzicus).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:53, 18 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδρομή Medium diacritics: καταδρομή Low diacritics: καταδρομή Capitals: ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: katadromḗ Transliteration B: katadromē Transliteration C: katadromi Beta Code: katadromh/

English (LSJ)

ἡ,
A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ καταδρομαί Id.5.56; καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27, etc.; κ. γενομένης Lys.20.28; ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R.472a; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).
2 metaph., attack, invective, κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135, cf. D.H.Th.3; κατά τινος Plb.12.23.1; ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43.
II recourse, κ. γίγνεται ἐπί… A.D.Pron.25.15.
III lurking-place, lair, den, δακέτου Ael.NA2.9, cf. 5.49 (pl.); ὕπαντροι ἢ λοχμώδεις κ. ib.9.1.
2 perhaps = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 1347] ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥσπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσθαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 incursion;
2 lieu de retraite, asile.
Étymologie: καταδραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

καταδρομή:
1 набег, нашествие (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;
2 перен. нападение, выпад (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками.

Greek (Liddell-Scott)

καταδρομή: ἡ, ἐπιδρομή, εἰσβολή, Θουκ. 1. 142· ἐνέδραι καὶ κ. 5. 56· καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7. 27, κτλ.· καταδρομῆς γενομένης Λυσ. 160. 29· ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Πλάτ. Πολ. 472Α. 2) μεταφ., βιαία προσβολή, λοιδόρημα, ὀνειδισμός, κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 19. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3· κ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πολύβ. 12. 23, 1· πρβλ. Ἐρνέστ. Λεξ. Ρητορ., καὶ καταθέω. ΙΙ. ὀπὴ ἐντὸς τῆς γῆς ἢ τῆς ἄμμου χρησιμεύουσα ὡς φωλεὰ ἢ κρησφύγετον εἰς ζῷά τινα, Αἰλ. π. Ζ. 2. 9., 5. 49., 9. 1.

Greek Monolingual

η (Α καταδρομή)
επιδρομή, εχθρική εισβολή
νεοελλ.
1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («της τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.)
2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων του αντιπάλου
3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» — στρατιωτικές μονάδες ειδικά εκπαιδευμένες για δύσκολες και αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις
(«Λόχοι Ορεινών Καταδρομών»)
αρχ.
1. (για στρατεύματα στη μάχη) επίθεση
2. έφοδος κατά φρουρίου
3. βίαιη προσβολή, ονειδισμός
4. επιστροφή, καταφυγή
5. τρύπα μέσα στη γη που χρησιμεύει ως σπηλιά ή κρησφύγετο ζώων, λάκκος
6. υπόγεια στοά, κρύπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καταδρομέας].

Greek Monotonic

καταδρομή: ἡ (καταδραμεῖν), επιδρομή, εισβολή, σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια προσβολή, επίθεση, εξύβριση, λοιδορία, προπηλακισμός, σε Αισχίν.

Middle Liddell

καταδρομή, ἡ, καταδραμεῖν
an inroad, raid, Thuc., etc.:—metaph. a vehement attack, invective, Aeschin.

Mantoulidis Etymological

(=εἰσβολή). Ἀπό το καταδραμεῖν τοῦ κατατρέχωκατά + τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.