σπείραμα: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=speirama
|Transliteration C=speirama
|Beta Code=spei/rama
|Beta Code=spei/rama
|Definition=Ion. σπείρ-ημα, ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[coil]], [[convolution]], ἐχίδνης <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span> 248</span>; ὄφεων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>843a32</span>, cf. <span class="bibl">D.S.3.36</span>, Plu.2.972f, etc.; <b class="b3">σ. περισφυρίοιο δράκοντος</b>, of a serpent-shaped ornament, <span class="title">AP</span>6.207 (Arch.): metaph., αἰῶνος σπειρήματα [[periods]], [[cycles]], App.Anth.3.186. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>= [[σπάργανον]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>417</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[twisted thread]], Hsch. and Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μήρυμα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[rolled bandage]], Gal. 18(1).788,809, al.</span>
|Definition=Ion. [[σπείρημα]], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[coil]], [[convolution]], ἐχίδνης A.''Ch.'' 248; ὄφεων Arist.''Mir.''843a32, cf. D.S.3.36, Plu.2.972f, etc.; <b class="b3">σ. περισφυρίοιο δράκοντος</b>, of a serpent-shaped ornament, ''AP''6.207 (Arch.): metaph., αἰῶνος σπειρήματα [[periods]], [[cycles]], App.Anth.3.186.<br><span class="bld">2</span>= [[σπάργανον]], Nic.''Al.''417.<br><span class="bld">3</span> [[twisted thread]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[μήρυμα]].<br><span class="bld">4</span> [[rolled bandage]], Gal. 18(1).788,809, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπείραμα -ατος, τό [σπειράομαι] [[kronkeling]], [[kronkel]].
|elnltext=σπείραμα -ατος, τό [σπειράομαι] [[kronkeling]], [[kronkel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπείρᾱμα Medium diacritics: σπείραμα Low diacritics: σπείραμα Capitals: ΣΠΕΙΡΑΜΑ
Transliteration A: speírama Transliteration B: speirama Transliteration C: speirama Beta Code: spei/rama

English (LSJ)

Ion. σπείρημα, ατος, τό,
A coil, convolution, ἐχίδνης A.Ch. 248; ὄφεων Arist.Mir.843a32, cf. D.S.3.36, Plu.2.972f, etc.; σ. περισφυρίοιο δράκοντος, of a serpent-shaped ornament, AP6.207 (Arch.): metaph., αἰῶνος σπειρήματα periods, cycles, App.Anth.3.186.
2= σπάργανον, Nic.Al.417.
3 twisted thread, Hsch. and Phot. s.v. μήρυμα.
4 rolled bandage, Gal. 18(1).788,809, al.

German (Pape)

[Seite 918] τό, dor. u. att. = σπείρημα, Jac. A. P. 171; ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης Aesch. Ch. 248; S. Emp. adv. log. 1, 188.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
enroulement ; replis d'un serpent.
Étymologie: σπειράομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπείραμα -ατος, τό [σπειράομαι] kronkeling, kronkel.

Russian (Dvoretsky)

σπείρᾱμα: ион. σπείρημα, ατος τό
1 извив, извилина (σπειράματα ἐχίδνης Aesch.);
2 оборот, круг, цикл (αἰῶνος Anth.).

Greek Monolingual

-άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α σπειρῶμαι
καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς
νεοελλ.
φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα»
(ανατ.-φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα προσαγωγό και ένα απαγωγό αρτηρίδιο, τα οποία βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο στον λεγόμενο αγγειακό πόλο του σχηματισμού αυτού
β) «ενδομήτριο σπείραμα» — ενδομήτρια συσκευή σε σχήμα σπειράματος που εισάγεται στην κοιλότητα της μήτρας με ιατρική διαδικασία και έχει ως σκοπό την αποφυγή ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, κν. σπιράλ
αρχ.
1. συνεστραμμένο σχοινί
2. συνεστραμμένη ταινία επιδέσμου
3. σπάργανο, φασκιά.

Greek Monotonic

σπείρᾱμα: Ιων. -ημα, -ατος, τό, ελικοειδής συστροφή, ελιγμός, κουλούριασμα, τύλιγμα, σύσπαση, σε Αισχύλ.· αἰῶνος σπείραμα, χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σπείρᾱμα: Ἰω. -ημα, τό, (σπειράομαι) ἑλιγμός, ἑλικοειδὴς συστροφή, σπεῖρα, «κουλλούριασμα» ἐχίδνης Αἰσχύλ. Χο. 248· ὄφεων Ἀριστ. π. θαυμασ. 130, πρβλ. Διόδ. 3. 36, Πλούτ., κλπ.· σπ. περισφυρίοιο δράκοντος, ἐπὶ κοσμήματος ὁμοίου πρὸς ὄφιν, Ἀνθ. Π. 6. 207· - μεταφ., αἰῶνος σπ., περίοδος, κύκλος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 109. 2) = σπάργανον. Νικ. Ἀλεξιφ. 417. 3) συνεστραμμένον σχοινίον ἢ κλωστή, Φώτ., κλπ.

Middle Liddell

σπείρᾱμα, Ionic -ημα, ατος, τό,
a coil, spire, convolution, Aesch.: αἰῶνος σπ. a period, cycle, Anth. [from σπειράομαι

English (Woodhouse)

coil

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)