παιδονόμος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paidonomos | |Transliteration C=paidonomos | ||
|Beta Code=paidono/mos | |Beta Code=paidono/mos | ||
|Definition=ὁ, ([[νέμω]]) [[paedonom]], Latin: [[paedonomus]], [[supervisor]] of [[education]], mostly in plural, of a [[board]] of [[magistrate]]s, as in [[Crete]], | |Definition=ὁ, ([[νέμω]]) [[paedonom]], Latin: [[paedonomus]], [[supervisor]] of [[education]], mostly in plural, of a [[board]] of [[magistrate]]s, as in [[Crete]], Ephor. 149 J.; at Sparta, X.''Lac.'' 2.2; at Miletus, ''SIG''577.26, al. (iii/ii B. C.); at [[Ephesus]], ''BMus.Inscr.'' 481*.274 (παιδωνόμος lapis, ii A. D.); in Caria, ''CIG''2715.12 (Stratonicea); of a single [[magistrate]], ''SIG''694.57 (Pergam., ii B. C.); of a woman, ''Milet.''1(7) No.265; παιδονόμος… ἀριστοκρατικόν Arist.''Pol.''1300a4, cf. 1336a32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (νέμω) paedonom, Latin: paedonomus, supervisor of education, mostly in plural, of a board of magistrates, as in Crete, Ephor. 149 J.; at Sparta, X.Lac. 2.2; at Miletus, SIG577.26, al. (iii/ii B. C.); at Ephesus, BMus.Inscr. 481*.274 (παιδωνόμος lapis, ii A. D.); in Caria, CIG2715.12 (Stratonicea); of a single magistrate, SIG694.57 (Pergam., ii B. C.); of a woman, Milet.1(7) No.265; παιδονόμος… ἀριστοκρατικόν Arist.Pol.1300a4, cf. 1336a32.
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, eine obrigkeitliche Person, welche die Aufsicht über die Erziehung und Sitten der Knaben hat; Xen. Lac. 2, 2. 11; Arist. pol. 7, 17; in Kreta, Strab. X, 483 u. in Inscr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préposé à l'éducation des enfants ; ὁ παιδονόμος pédonome : magistrat qui surveillait l'éducation des enfants à Sparte ; à Athènes, assistant du gymnasiarque, souvent chargé de faire régner la discipline.
Étymologie: παῖς, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδονόμος -ου, ὁ [παῖς, νέμω] kinderopzichter, onderwijsinspecteur
Russian (Dvoretsky)
παιδονόμος: ὁ педоном (государственный чиновник в дорических государствах, ведающий воспитанием и обучением детей) Xen., Arst., Plut.
Greek Monolingual
ο (Α παιδονόμος)
νεοελλ.
(κατά το παρελθόν) υπάλληλος που είχε ως έργο να επιτηρεί τη συμπεριφορά τών παιδιών, ιδίως έξω από το σχολείο
αρχ.
(στις δωρικές πόλεις) επόπτης της ανατροφής και μόρφωσης τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -νόμος (< νέμω), πρβλ. στρατονόμος.
Greek Monotonic
παιδονόμος: ὁ (νέμω), ένας από την τάξη των αρχόντων στις Δωρικές πόλεις, αυτός που εποπτεύει την εκπαίδευση των νέων, σε Ξεν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδονόμος: ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν ταῖς Δωρικαῖς πόλεσιν ἐκ τῶν ἐφορευότων εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν παίδων, ἐν Κρήτῃ, Ἔφορος παρὰ Στράβ. 483· ἐν Σπάρτῃ, Ξεν. Λακ. 2. 2, πρβλ. 11· ἐν Καρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 12, 2885. - Κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Πολιτ. 4. 15, 13 «παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος ... ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ’ οὔ .., οὐδ’ ὀλιγαρχικόν», πρβλ. 7. 17. 5· - πρβλ. ὡσαύτως γυναικονόμος.
Middle Liddell
παιδο-νόμος, ὁ, νέμω
one of a board of magistrates in Dorian States, who superintended the education of youths, Xen., Arist.
Mantoulidis Etymological
(=ἄρχοντας στίς Δωρικές πόλεις πού εἶχε ὡς ἔργο του τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν). Ἀπό τό παῖς + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.